Ισοσκέλιση ανταποδοτικών τελών
III. Ισοσκέλιση ανταποδοτικών υπηρεσιών μικρών δήμων
I. Γενικά
Με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 11 του Ν. 1828/89 τα «τέλη καθαριότητας και ηλεκτροφωτισμού» (Υποκατηγορία 031 ΚΥΑ 7028/04) των πρώην άρθρων 21 και 22 Β.Δ. 24/9-20/10/1958 και του άρθρου 4 Ν. 1080/80, ενοποιούνται πλέον σε ενιαίο ανταποδοτικό τέλος, και καλύπτουν τις δαπάνες της Υπηρεσίας 20. «Καθαριότητας και Ηλεκτροφωτισμού». Στην Υπηρεσία 20. και στην Κατηγορία 60 εγγράφεται ενιαία η μισθοδοσία του πάσης φύσεως προσωπικού που απασχολείται με την καθαριότητα, αλλά και τον ηλεκτροφωτισμό των κοινοχρήστων δημοτικών χώρων. Το εν λόγω ανταποδοτικό τέλος είναι πλέον ενιαίο, και δεν μπορεί να διαχωριστεί σε τέλος καθαριότητας και σε τέλος ηλεκτροφωτισμού.
Σύμφωνα με την παρ. Β.3.2 του άρθρου 3 της ΚΥΑ οικ.25595/26.07.2017 (ΦΕΚ 2658/28.07.2017 τεύχος Β') και την παρ. Β.3.2 του άρθρου 3 της ΚΥΑ οικ.38347/25.07.2018 (ΦΕΚ 3086/27.07.2018 τεύχος Β') και την παρ. Β.3.2 του άρθρου 3 της ΚΥΑ οικ. 55905/29.07.2019 (ΦΕΚ 3054/29.07.2019 τεύχος Β’) και την παρ. Β.3.2 του άρθρου 3 της ΚΥΑ οικ. 46735/23.07.2020 (ΦΕΚ 3170/01.08.2020 τεύχος Β’) και την παρ. Β.3.2 του άρθρου 3 της ΚΥΑ οικ. 55040/21.07.2021 (ΦΕΚ 3291/26.07.2021 τεύχος Β') και την παρ.Β.3.2 του άρθρου 3 της ΚΥΑ οικ. 49039/25.07.2022 (ΦΕΚ 3976/26.07.2022 τεύχος Β') και την παρ. Β.3.2 του άρθρου 3 της ΚΥΑ 63726/28.07.2023 (ΦΕΚ 4795/28.07.2023 τεύχος Β’) παροχής οδηγιών κατάρτισης προϋπολογισμού των δήμων, κατά τον έλεγχο που διενεργείται, από την αρμόδια για την εποπτεία Αρχή του Δήμου, ως προς την ισοσκέλιση των ανταποδοτικών τελών στον προϋπολογισμό αυτού, στο σκέλος των εσόδων λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων (συμπεριλαμβανομένου του σχετικού χρηματικού υπολοίπου) η προσδοκία εισπράξεων από οφειλές ανταποδοτικών τελών παρελθόντων οικονομικών ετών (δηλ. 32-85) και τα έσοδα από παλαιές οφειλές, που βεβαιώνονται το τρέχον έτος (ΚΑΕ 21). Διευκρινίζεται ότι, για τον υπολογισμό των επισφαλειών στην είσπραξη οφειλών από ανταποδοτικά τέλη, θα χρησιμοποιηθεί αναλογικά ο τύπος που ορίζεται στην ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση για τον υπολογισμό του συνόλου των επισφαλειών (ΚΑΕ 85).
Αντίστοιχα, στο σκέλος των δαπανών, για την ισοσκέλιση λαμβάνονται υπόψη μεταξύ άλλων και οι δαπάνες παρελθόντων οικονομικών ετών, που δεν πληρώθηκαν (ΚΑΕ 81).
Σημειώνεται, ότι η έννοια της προσδοκίας εισπράξεων αναφέρεται στο ποσό που ο δήμος εκτιμά ότι θα εισπράξει οπό το σύνολο του ΚΑΕ 32 και όχι σε ποσό που προκύπτει από στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού προηγουμένων ετών που αφορούν στις σχετικές υπηρεσίες. Εάν βούληση του νομοθέτη ήταν ο εν λόγω προσδιορισμός να βασίζεται στα στοιχεία εκτέλεσης, αυτό θα διατυπώνονταν ρητά όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την οδηγία περί υπολογισμού του συνολικού αθροίσματος της Ομάδας Εσόδων I.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ αριθμ. 3280/2001 Απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας και την υπ' αριθμ. 1/03.01.2007 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, ο καθορισμός του ύψους του συντελεστή επιβολής του τέλους κατά κατηγορία υπόχρεων θα πρέπει να αποβλέπει στην πραγματοποίηση εσόδων κατά βάση ανάλογων προς τα προβλεπόμενα αντίστοιχα έξοδα, η αναλογία ωστόσο αυτή δύναται να εκφράζεται όχι με την απόλυτη ισοσκέλιση των δύο κονδυλίων (εσόδων - εξόδων) αλλά και με μια κατά προσέγγιση αναλογικά μεταξύ τους άνεση. Στην ύπαρξη της κατά προσέγγισης αναλογικής σχέσης μεταξύ των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων των σχετικών υπηρεσιών, αναφέρονται και οι υπ' αριθμ, 609/2004 και 3623/2006 Αποφάσεις του Τμήματος Β του Συμβουλίου της Επικράτειας. Ως εκ τούτων, η ισοσκέλιση των ανταποδοτικών υπηρεσιών δεν τελεί υπό τη έννοια της ακριβούς αντιστοίχισης εσόδων - εξόδων αυτών και ούτε κάτι τέτοιο ορίζεται στην προαναφερθείσα παρ. Β.3.2. του άρθρου 3 της ΚΥΑ.
Δεδομένου, ότι στην ισχύουσα νομοθεσία αλλά και τη σχετική νομολογία δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένο ποσοστό απόκλισης, εντός του οποίου οι ανταποδοτικές υπηρεσίες θεωρούνται ισοσκελισμένες, η παραδοχή μιας επιτρεπτής απόκλισης εναποτίθεται στην κρίση της αρμόδιας για την εποπτεία Αρχής του δήμου. Κατά την άποψη του ΥΠ.ΕΣ. ένα εύλογο ποσοστό επιτρεπτής απόκλισης θα μπορούσε να είναι μέχρι ύψους δέκα τοις εκατό (10%) του προϋπολογισμού της σχετικής ανταποδοτικής υπηρεσίας. Το ανωτέρω ποσοστό μπορεί να θεωρηθεί ασφαλές, δεδομένου ότι αποτελεί το ανώτατο επιτρεπτό όριο των αποκλίσεων εσόδων - δαπανών στους προϋπολογισμούς των Υπουργείων, των Ν.Π.Ι.Δ. και των ΔΕΚΟ (ν. 4270/2014 άρθ. 172 και 175) αλλά και σε επίπεδο αποκλίσεων από τους δημοσιονομικούς στόχους για τις περιπτώσεις των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης (άρθ. 173) και των ΟΤΑ (άρθ. 174). (ΥΠ.ΕΣ. 3995/17.02.2017)
Για την ισοσκέλιση των ανταποδοτικών τελών για την κατάρτιση του προϋπολογισμού 2016 δείτε εδώ σχετικό άρθρο της ΔήμοςΝΕΤ.
II. Ισοσκέλιση Π/Υ με κάλυψη δαπάνης από λοιπά μη ειδικευμένα έσοδα ή και μη ειδικευμένο χρηματικό υπόλοιπο
Σε περίπτωση που η αδυναμία ισοσκέλισης του Προϋπολογισμού του Ο.Τ.Α. οφείλεται σε μη ισοσκέλιση των ανταποδοτικών υπηρεσιών, εξαιτίας χρεών ή πραγματοποίησης επενδύσεων και υπάρχει το δημοσιονομικό περιθώριο σε κωδικούς αριθμούς αυτού, από λοιπά μη ειδικευμένα έσοδα ή και μη ειδικευμένο χρηματικό υπόλοιπο, παρέχεται η δυνατότητα πρόσκαιρης κάλυψης των δαπανών και ισοσκέλισης των ανταποδοτικών υπηρεσιών από τους εν λόγω κωδικούς. (παρ.3 άρθρο 43 Ν.4325/15, όπως προστέθηκε από το άρθρο 132 του Ν.4604/19 και τροποποιήθηκε από την παρ.3 του άρθρου 40 του Ν.4873/21)
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν.4873/21 με την παρ.3 του άρθρου 40 του Ν.4873/21 απαλείφεται η φράση «εξαιτίας χρεών ή πραγματοποίησης επενδύσεων» από την ισχύουσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 43 του ν. 4325/2015, ώστε να εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, σε κάθε περίπτωση μη ισοσκέλισης των ανταποδοτικών υπηρεσιών, ακόμα και εάν η μη ισοσκέλιση προκύπτει από την ανάγκη εγγραφής πιστώσεων στον προϋπολογισμό που προορίζονται για κάλυψη λειτουργικών αναγκών των εν λόγω υπηρεσιών.
Το χρηματικό ποσό που απαιτείται κάθε φορά για την ισοσκέλιση των ανταποδοτικών υπηρεσιών, λογίζεται ως δαπάνη της οικείας ανταποδοτικής υπηρεσίας, κατά τη συζήτηση και ψήφιση των ετήσιων αποφάσεων επιβολής των σχετικών τελών και δικαιωμάτων, προκειμένου να καλυφθεί, βάσει συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο των ως άνω αποφάσεων, το αργότερο εντός πενταετίας, αρχής γενομένης από το επόμενο οικονομικό έτος από αυτό της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας παραγράφου. (παρ.3 άρθρο 43 Ν.4325/15, όπως προστέθηκε από το άρθρο 132 του Ν.4604/19)
Τα επιπλέον εισπραττόμενα, εκάστου έτους της πενταετίας, έσοδα της οικείας ανταποδοτικής υπηρεσίας, προορίζονται να καλύψουν κάθε είδους δαπάνες, εξαιρουμένων των ανταποδοτικών δαπανών εν γένει. (παρ.3 άρθρο 43 Ν.4325/15, όπως προστέθηκε από το άρθρο 132 του Ν.4604/19)
Η ως άνω προϋπόθεση εξετάζεται επισταμένως από την αρμόδια, για τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων επιβολής τελών και δικαιωμάτων, καθώς και του Προϋπολογισμού του Ο.Τ.Α., Αρχή. (παρ.3 άρθρο 43 Ν.4325/15, όπως προστέθηκε από το άρθρο 132 του Ν.4604/19)
III. Ισοσκέλιση ανταποδοτικών υπηρεσιών μικρών δήμων
Για την ισοσκέλιση των ανταποδοτικών υπηρεσιών κατά την κατάρτιση των προϋπολογισμών τους, οι δήμοι με πληθυσμό κάτω των είκοσι χιλιάδων (20.000) κατοίκων, μπορούν, όταν τα έσοδα των ανταποδοτικών τους υπηρεσιών δεν επαρκούν για να καλύψουν τις αντίστοιχες δαπάνες, να τις καλύπτουν από κάθε είδους τακτικά και έκτακτα έσοδά τους, που δεν προορίζονται για ειδικό σκοπό. Απαραίτητη προϋπόθεση, η οποία ελέγχεται από την αρμόδια για την εποπτεία τους Αρχή, είναι να έχει ληφθεί σχετική απόφαση επιβολής τελών, που να αφορά το έτος στο οποίο αναφέρεται ο προϋπολογισμός, ή το επόμενο οικονομικό έτος. Το ύψος των τελών σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να καθοριστεί, εάν απαιτείται, έως το ύψος των αντίστοιχων τελών του δήμου της έδρας του νομού. Κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσας διάταξης και στην περίπτωση που δεν υφίσταται απόφαση επιβολής τελών για το τρέχον έτος, η κάλυψη των δαπανών αυτών από άλλους πόρους των δήμων προϋποθέτει τη λήψη απόφασης επιβολής τελών για το έτος 2018. (παρ.1 άρθρο 47 Ν.4483/17, όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 του άρθρου 9 του Ν.4674/20)
Εάν η ανταποδοτική υπηρεσία παρέχεται από νομικό πρόσωπο του δήμου, αυτό μπορεί να επιχορηγηθεί από το Δήμο που το έχει συστήσει, με το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των δαπανών της υπηρεσίας, εφόσον το νομικό πρόσωπο έχει λάβει απόφαση επιβολής τελών, που να αφορά το έτος στο οποίο αναφέρεται ο προϋπολογισμός του, μέχρι του ύψους που ορίζεται στην παράγραφο 1. (παρ.2 άρθρο 47 Ν.4483/17)
Η ανωτέρω διάταξη κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των μειωμένων εσόδων από τέλη και η αδυναμία ισοσκέλισης αυτών με τις δαπάνες των αντίστοιχων υπηρεσιών, κατά την κατάρτιση και εκτέλεση του προϋπολογισμού των μικρών πληθυσμιακά δήμων. Είναι προφανές ότι μια υψηλή δαπάνη, λ.χ. της υπηρεσίας καθαριότητας, όπως είναι η αγορά ενός απορριμματοφόρου και ενώ δεν υφίσταται ειδική για το σκοπό αυτό χρηματοδότηση, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με μοναδική πηγή εσόδου τα τέλη που δυνητικά θα έπρεπε να εισπραχθούν από μικρό αριθμό δημοτών. Παρέχεται, ως εκ τούτου, η δυνατότητα στο Δήμο να καλύψει το ποσό που δεν μπορεί ρεαλιστικά να εισπραχθεί από τέλη, από άλλα και μη προορισμένα για ειδικό σκοπό έσοδά του. Σε περίπτωση δε, που η ανταποδοτική υπηρεσία παρέχεται από νομικό πρόσωπο του Δήμου, λ.χ. μια Δ.Ε.Υ.Α., παρέχεται, με την παράγραφο 2 της διάταξης, η δυνατότητα ο Δήμος που την έχει συστήσει να την χρηματοδοτεί, προκειμένου τα τέλη που αυτή πλέον επιβάλει στους δημότες να μην ξεπερνούν σε ύψος αυτά που επιβάλει ο δήμος της έδρας του νομού, ή η Δ.Ε.Υ.Α. του τελευταίου.
Τέλος, επειδή σκοπός της διάταξης δεν είναι να παρουσιαστεί το φαινόμενο, οι μικροί αυτοί δήμοι να μην επιβάλλουν καθόλου τέλη στους δημότες τους, προβλέπεται ότι θα πρέπει να έχει ληφθεί τουλάχιστον απόφαση επιβολής τελών, το ύψος των οποίων, εφόσον απαιτείται, θα μπορεί να φτάνει μέχρι το ύψος των τελών που έχει αποφασίσει να επιβάλλει ο Δήμος της έδρας του νομού που αυτός ανήκει, με σκοπό τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, τουλάχιστον σε επίπεδο νομού, οι οποίοι θα απολαμβάνουν τα ίδια αγαθά και υπηρεσίες με την ίδια οικονομική επιβάρυνση.
Πρόσθετα, κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης και στην περίπτωση που δεν υφίσταται απόφαση επιβολής τελών για το τρέχον έτος, η κάλυψη των δαπανών αυτών από άλλους πόρους των δήμων προϋποθέτει τη λήψη απόφασης επιβολής τελών για το έτος 2018. (Αιτιολογική Έκθεση Ν.4483/17)