Τόκοι κατά ΟΤΑ
Α. Είδη τόκων.
Ποσοστό τόκων και συνταγματικότητα άρθρου 21 Κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου.
Έναρξη τοκογονίας.
Β. Καταπολέμηση καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές.
Καθεστώς μετα το Ν.4152/2013.
Γ. Υπαγωγή τόκων σε ΦΠΑ , τέλη και παρακράτηση.
Δ. Τραπεζική αργία και τόκοι
1. Σε δικαιοπρακτικούς τόκους, όταν η υποχρέωση προς παροχή τόκων απορρέει από δικαιοπραξία (άρθρο 293 § 1 A.K.). Oι τόκοι αυτοί μπορεί να προέρχονται είτε από μονομερή δικαιοπραξία (π.χ. ανώνυμοι τίτλοι, ομολογίες, κ.λπ.), είτε από σύμβαση. H εκ συμβάσεως απόρροια τόκων αποτελεί τον κανόνα στη συναλλακτική πρακτική, ώστε να δικαιολογείται η χρήση του όρου «συμβατικοί τόκοι» προς υποδήλωση των εκ δικαιοπραξίας οφειλομένων.
2. Σε νόμιμους τόκους, όταν η υποχρέωση προς παροχή τόκων δεν οφείλεται δυνάμει δικαιοπραξίας (π.χ. εκ συμβάσεως), αλλά απευθείας από το νόμο (άρθρο 293 § 2 A.K.).
Oι νόμιμοι τόκοι (άρθρο 293 § 2 A.K.) διακρίνονται σε
- τόκους υπερημερίας και σε
- νόμιμους τόκους υπό στενή έννοια.
Eιδικότερα:
i. Tόκοι υπερημερίας.
Oι τόκοι αυτοί οφείλονται μόνο επί χρηματικού χρέους και προϋποθέτουν:
(1) Έγκυρη και αγώγιμη ενοχή,
(2) ληξιπρόθεσμο χρέος,
(3) υπερημερία του οφειλέτη χρηματικού χρέους, δηλαδή, υπαιτιότητα αυτού, για την μη έγκαιρη καταβολή του χρέους στον δανειστή,
(4) όχληση του οφειλέτη εκ μέρους του δανειστή, δηλαδή, πρόσκληση εκ μέρους του δανειστή, για να του καταβληθεί το χρέος εκ μέρους του οφειλέτη και
(5) πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή, ευθύνη αυτού, για την καθυστέρηση, εκ μέρους του, της εξόφλησης του χρέους.
ii. Nόμιμοι τόκοι υπό στενή έννοια.
Oι τόκοι αυτοί οφείλονται από τον οφειλέτη αυτοδικαίως δυνάμει ειδικής διάταξης του νόμου, χωρίς όχληση ή πταίσμα του οφειλέτη, αρκούσης μόνο της υπερημερίας αυτού. Eπί των εν λόγω τόκων δεν απαιτείται απόδειξη, ότι ζημιώθηκε ο δανειστής, και κατά τούτο διαφέρει η οφειλή εκ νομίμου τόκου υπό στενή έννοια από την αποζημίωση.
Περιπτώσεις οφειλής νόμιμων τόκων υπό στενή έννοια που προβλέπονται από ειδική διάταξη του νόμου είναι οι εξής:
- Eπί πωλήσεως αγαθών, ο αγοραστής, εφόσον δεν πιστώθηκε το τίμημα, οφείλει επ' αυτού (νόμιμους) τόκους από τη στιγμή, που θα παραλάβει το πράγμα (άρθρο 529 A.K.).
- Eπί μισθώσεως έργου (παροχής υπηρεσιών), ο εργοδότης οφείλει (νόμιμο) τόκο επί της αμοιβής του εργολάβου από την παράδοση του έργου (άρθρο 694 § 1 A.K.).
- Eπί εντολής, ο εντολοδόχος, εάν χρησιμοποίησε, για τον εαυτό του, χρήματα του εντολέα, οφείλει (νόμιμο) τόκο επ' αυτών από της χρησιμοποίησής τους (άρθρο 720 A.K.).
- Eπί εμπορικών απαιτήσεων μεταξύ εμπόρων οφείλονται (νόμιμοι) τόκοι από τη στιγμή που καταστεί απαιτητό το χρέος (Eισ.N. 111).
Ο όρος σύμβασης για καταβολή τόκου υπερημερίας από συμβαλλόμενο ΟΤΑ σε ανάδοχο σε περίπτωση υπαίτιας καθυστέρησης της οφειλούμενης αμοιβής του δεν είναι νόμιμος και ως εκ τούτου δεν απορρέουν από αυτόν έννομες συνέπειες. (ΓνΝΣΚ 329/1997 Τμ. Α')
Ποσοστό τόκων (πριν την ισχύ του ν. 4152/2013, δηλ. την 16η/3/2013)
Το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος. (άρθρο 293 ΑΚ)
Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των Ο.Τ.Α. ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου. (παρ.3 άρθρο 276 Ν.3463/2006)
Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26-6/10-7-1944, Α΄ 139), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 - Α΄ 164), «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής».
Εξόφληση κεφαλαίου και πληρωμή τόκων σε εκτέλεση απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία έγινε η αναγνώριση των δικαιούχων αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Δαπάνες μη νόμιμες, διότι οι τόκοι υπολογίστηκαν με επιτόκιο 10%, αντί του νομίμου 6%, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κανονιστικό διάταγμα 26.6/10.7.1944, ΦΕΚ Α΄ 139), σε συνδυασμό με το άρθρο 276 παρ. 3 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. (Ελ.Συν. Πράξη VII Τμήματος 371/2009)
Η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984 εφαρμόζεται επί συμβάσεων δημοσίων έργων και όχι επί συμβάσεων προμηθειών, η διαφορετική δε φύση των δύο αυτών κατηγοριών συμβάσεων δικαιολογεί, από την άποψη της εφαρμογής της αρχής της ισότητας, τη θέσπιση διαφορετικού επιτοκίου. (ΣτΕ 1288/2013)
Στο πεδίο εφαρμογής του π.δ/τος 166/2003 δεν υπάγονται οι συμβάσεις εκτελέσεως δημοσίων έργων, διότι με τον όρο «εμπορική συναλλαγή», όπως στο ίδιο το διάταγμα ορίζεται, νοείται κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, τέτοια δε δεν συνιστά η εκτέλεση έργου. (ΔΕφΘες 2421/2013)
Συνταγματικότητα άρθρου 21 Κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου
Η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 1663/2009 Ολομέλεια, ΣτΕ 802/2007 Τμ.Α', ΣτΕ 3651/2002 Τμ. Α')
Με την 804/2002 απόφαση του Ζ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου δεν αντίκειται στο Σύνταγμα με την αιτιολογία ότι δεν παραβιάζεται με αυτή η αρχή της αναλογικότητας (η παραβίαση της αρχής της ισότητας δεν ερευνήθηκε λόγω αοριστίας του σχετικού λόγου της αναιρέσεως).
Επιπλέον με την 251/2005 απόφασή του Αρείου Πάγου, παραπέμθηκε στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως γενικότερου ενδιαφέροντος, το ζήτημα της αντίθεσης ή όχι με το Σύνταγμα, το ΔΣΑΠΔ και την ΕυρΣΔΑ διάταξης που θεσπίζει άνιση και προνομιακή μεταχείριση ν.π.δ.δ. σε σχέση με τον ιδιώτη διάδικο ως προς τον οφειλόμενο από το ν.π.δ.δ. νόμιμο και από υπερημερία τόκο.
Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την υπ'αριθ. 3/2006 απόφαση της Ολομέλειάς του, έκρινε ότι η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 ΝΔ 496/1974, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν ποσοστό τόκου υπερημερίας (6%) μικρότερο από εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση και διάκριση υπέρ των προσώπων αυτών και κρίνεται συνταγματική.
(Σχετική η ΓνΝΣΚ 331/2001 Τμ. Β' σύμφωνα με την οποία Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, και συγκεκριμένα Σύνδεσμος, έπρεπε να καταβάλλει για την πληρωμή προς τρίτους χρηματικών αποζημιώσεων που επεδικάσθησαν εις βάρος του, ποσοστό τόκου υπερημερίας ύψους 6% ετησίως).
Συνεπώς, από τα παραπάνω συνάγεται ότι υπάρχει διάσταση απόψεων σχετικά με το αν η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου κρίνεται τελικά αντισυνταγματική ή όχι, καθώς σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας η προαναφερόμενη διάταξη αντίκειται στο Σύνταγμα, ενώ η θέση του Αρείου Πάγου είναι άκρως αντίθετη, κρίνοντας τη διάταξη συνταγματική.
Τελικώς, με την απόφαση 25/2012 του ΑΕΔ κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στο Δημόσιο να καταβάλλει με την ιδιότητα του οφειλέτη επί υπερημερίας ποσοστό τόκου (6%) μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση, η οποία υπαγορεύεται από τον ανωτέρω σκοπό και δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις.
Για την πιο πάνω σύμβαση πώλησης οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, με την επικουρική βάση της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 5.897,82 ευρώ, πλέον του νόμιμου τόκου, όπως προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 ήτοι 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, λόγω της ακυρότητας της σχετικής σύμβασης. (ΕιρΛαμίας 46/2019)
Έναρξη τοκογονίας (πριν την ισχύ του ν. 4152/2013, δηλ. την 16η/3/2013)
Όπως προκύπτει από τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου υπάρχει διχασμός ανάμεσα στα 2 δικαστήρια σχετικά με το αν δημιουργείται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής. Η διάκριση της αγωγής σε καταψηφιστική ή αναγνωριστική γίνεται ανάλογα με το είδος του αιτήματος που περιέχουν:
Καταψηφιστική είναι η αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητά να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε πράξη ή παράλειψη, π.χ. να καταδικαστεί να καταβάλει ορισμένο ποσό που οφείλει ή να καταδικαστεί (να διαταχθεί από το δικαστήριο) να σταματήσει να χρησιμοποιεί μια επωνυμία που δημιουργεί σύγχυση με τον ενάγοντα στις συναλλαγές.
Αναγνωριστική είναι η αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητά από το δικαστήριο να διαπιστώσει την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή ενός δικαιώματος, π.χ. να διαπιστώσει το δικαστήριο ότι ο εναγόμενος οφείλει ορισμένο ποσό στον ενάγοντα (αλλά να μην τον καταδικάσει να το καταβάλει).
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικράτειας με την υπ' αριθ.833/2010 απόφαση έκανε δεκτό ότι όπως προκύπτει από το συνδυασμό των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρα 71, 73, 75, 197 & 199), και του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944) (Α΄ 139), ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη απαίτησης για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής, και η επίδοση της αγωγής προς το καθ' ου Δημόσιο, από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβήτησης. Εφόσον όμως ο νόμος (άρθρο 21 του κ.δ. της 26.6./10.7.1944) δε διακρίνει, δε συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής αλλά μόνον προς τη γένεση της επιδικίας, δε συντρέχει λόγος διαφοροποίησης ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης αφού η απόφαση επ` αυτής παράγει δεδικασμένο.
Εξάλλου, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή, της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό (πρβ. Σ.τ.Ε Ολ.3141/2006) (ΣτΕ 1915/2007 Τμ.Α').
Με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα εξής: από τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6./10.7.1944 σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 Α.Κ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 Α.Κ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 Α.Κ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση της αγωγής.
Με την 108/2009 Πράξη VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτό ότι δεν είναι νόμιμη η καταβολή τόκων υπερημερίας, λόγω μη έγκαιρης καταβολής στον δικαιούχο του τιμήματος από την πώληση ακινήτου ιδιοκτησίας του, σύμφωνα με ρητό όρο του συμβολαιογραφικού εγγράφου μεταβίβασης, διότι δεν έχει επιδοθεί προς το Δήμο σχετική αγωγή, προκειμένου να καταστεί υπερήμερος, σύμφωνα με το άρθρο 276 παρ. 3 του Δ Κ Κ και το άρθρο 21 του κ.δ/τος 26.6/10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»
Ως προς την έναρξη της τοκοφορίας με την Ελ.Συν.Ολομ.Απόφαση 4322/2013 κρίθηκε ότι αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη της απαίτησης για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής, και η επίδοση της αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο, από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβήτησης. Εφόσον δε ο νόμος δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκοφορίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, αλλά μόνον προς τη γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, αντιθέτως τέμνει και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με δύναμη δεδικασμένου. (Με την ανωτέρω απόφαση το Ελεγκτικό Συνέδριο συντάσσεται με την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας)
Καταβολή τόκων υπερημερίας για την καθυστέρηση εξόφλησης τιμολογίου προμήθειας κάδων. Εφόσον η πληρωμή της προμηθεύτριας εταιρείας καθυστέρησε από λόγους που ανάγονται στην ευθύνη του Δήμου, παρότι η ως άνω εταιρεία είχε ήδη εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, οφείλονται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στοπ.δ. 166/2003, τόκοι υπερημερίας και μάλιστα ανεξάρτητα από προηγούμενη όχληση, καθώς και την πρόβλεψη ή μη της σχετικής εκ του νόμου υποχρέωσης στη συνομολογηθείσα σύμβαση. Η υποχρέωση δε του Δήμου για την καταβολή τόκων υπερημερίας αρχίζει από την επομένη της παραλαβής από την αρμόδια Επιτροπή των υπό προμήθεια κάδων και σε κάθε περίπτωση από την παρέλευση χρονικού διαστήματος δύο μηνών από την υποβολή του τιμολογίου για εξόφληση και λήγει την προτεραία της ημερομηνίας εξόφλησης του τιμολογίου αυτού. (Ελ. Συν. Πράξη 270/2011 Τμ. 7)
Εφόσον η πληρωμή του αναδόχου καθυστέρησε πέραν της συμβατικής περιόδου πληρωμής (εκατόν είκοσι ημέρες από την υποβολή των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών προς εξόφληση) από λόγους που ανάγονται στην ευθύνη του Δήμου - παρότι ο ως άνω ανάδοχος είχε ήδη εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του, οφείλονται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο π.δ. 166/2003, τόκοι υπερημερίας και μάλιστα χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση, δοθέντος ότι η υποχρέωση του Δήμου για την καταβολή τόκων υπερημερίας αρχίζει, εν προκειμένω, από την παρέλευση της ως άνω συμβατικής περιόδου πληρωμής και λήγει την προτεραία της ημερομηνίας εξόφλησης κάθε τιμολογίου. (Ελ.Συν.Κλιμ.Τμ.7 Πράξη 197/2015)
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 21 του Διατάγματος της 26 Ιουν./10 Ιουλ. 1944 μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης του Δημοσίου προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση σ' αυτό αντιγράφου της αγωγής, βάσει της οποίας επιδικάστηκε τελικά η σχετική οφειλή σε βάρος του. Ως εκ τούτου χρονική αφετηρία για τον υπολογισμό των τόκων οποιασδήποτε απαίτησης κατ' αυτού είναι πάντοτε και μόνο το χρονικό σημείο επίδοσης της αγωγής και όχι και η εξώδικη όχληση. Ενόψει αυτών αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, δεν επιφέρει συνέπειες ως διαδικαστική πράξη αλλά ούτε και ως όχληση και δεν μπορεί να αποτελέσει σημείο έναρξης της τοκογονίας της διεκδικούμενης με αυτήν απαίτησης. Νόμιμη η θέσπιση επιτοκίου 6% για τις οφειλές του Δημοσίου. (Ελ.Συν. Απόφαση Ολομ. 2333/2013)
Η άποψη της διοίκησης σε σχέση με την ανωτέρω νομολογία έχει ως εξής:
Σύμφωνα με την νομολογιακή παραδοχή του Αρείου Πάγου η οποία διατυπώθηκε στο πλαίσιο της ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 21 του δ/τος της 26-6/10-7-1944 περί του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του ΑΚ, επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής (ΑΠ 10/2008 Ολομ.). Η άποψη αυτή επαναδιατυπώθηκε από τον ΑΠ, υπό το φως της υπ' αριθμ. 7/2011 απόφασης του ΑΕΔ, (η οποία ωστόσο, σύμφωνα με το σκεπτικό της υπ' αριθμ. 534/2012 γνωμοδ. ΝΣΚ, επέλυσε το νομικό ζήτημα της οφειλής από Δημόσιο τόκων σε περίπτωση άσκησης κατ' αυτού αναγνωριστικής αγωγής και όχι το ζήτημα εάν το Δημόσιο σε κάθε περίπτωση πληρωμής οφείλει τόκους μόνο από την επίδοση αγωγής) στο κείμενο της υπ' αριθμ. 163/2013 αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία «επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής καταψηφιστικής ή και αναγνωριστικής. Η ρύθμιση αυτή , με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στο Δημόσιο να καταβάλλει, με την ιδιότητα του οφειλέτη, επί υπερημερίας, τον οφειλόμενο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ οι ιδιώτες, ως οφειλέτες, καταβάλλουν αυτόν και από τότε που έλαβε χώρα εξώδικη όχληση ή από την δήλη ημέρα καταβολής του χρέους. (ΥΠ.ΕΣ. 3844/04.11.2013)
Την ίδια νομολογιακή θέση διέλαβε ήδη ο ΑΠ και εν ολομελεία (5/1997) αναφορικά με την υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί οφειλών των ΝΠΔΔ. Ειδικότερα, ερμηνεύοντας την (όμοια προς το περιεχόμενο του προεκτεθέντος άρθρου 21) διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 496/1974 περί του Δημοσίου Λογιστικού των ΝΠΔΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του ΑΚ, εξέλαβε την άποψη ότι «η υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί των οφειλών των ΝΠΔΔ αρχίζει πάντοτε και μόνον από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Άρα εξώδικη όχληση του δανειστή δεν αρκεί για να τρέξουν έκτοτε τόκοι υπερημερίας, κατά τα άρθρα 340, 345 του ΑΠ, η επίδοση δε της αγωγής συνεπάγεται την υποχρέωση καταβολής τόκων αποκλειστικά ως διαδικαστική πράξη και όχι ως όχληση». (ΥΠ.ΕΣ. 3844/04.11.2013)
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω νομολογιακών παραδοχών προκύπτει ότι αναφορικά με οφειλές του Δημοσίου η υποχρέωση προς καταβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής γεννάται με την επίδοση αγωγής (εν προκειμένω από τη ΔΕΥΑ προς το Δημόσιο και εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη και μεταγενέστερη του δ/τος της 26-6/10-7-1944 ρύθμιση διάφορου περιεχομένου (βλ. ΝΣΚ 272/2012, 534/2012) (ΥΠ.ΕΣ. 3844/04.11.2013)
Β. Καταπολέμηση καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ισχύει για συμβάσεις από 16 Μαρτίου 2013)
Νομοθετικό καθεστώς
Καταργήθηκε το π.δ. 166/2003 (Α' 138) με την υποπαρ.Ζ.14 του Ν. 4152/13 (ΦΕΚ 107/09.05.2013 τεύχος Α') από την έναρξη ισχύος του ν.4152/13. Οι διατάξεις του όμως παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου Z αρχίζει από 16 Μαρτίου 2013. (υποπαρ. Ζ. 14 και Ζ.15 του Ν.4152/2013)
ΔΕΥΑ. Πληρωμή τόκων υπερημερίας. Πληρωμή τόκων υπερημερίας λόγω καθυστερημένης εξόφλησης των τιμολογίων που αυτή είχε εκδώσει για την εκ μέρους της προμήθεια πόσιμου νερού, στο πλαίσιο εκτέλεσης της από 21.10.2011 σύμβασής της με την άνω Δ.Ε.Υ.Α.. Σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του π.δ/τος 166/2003 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» (ΦΕΚ Α΄ 138) - οι οποίες, κατά την υποπαράγραφο Ζ.14 του άρθρου 1ου του ν. 4152/2013 (ΦΕΚ Α΄ 107) που κατήργησε το ως άνω π.δ., παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του - κατά τις εμπορικές συναλλαγές, ήτοι και τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και αναθετουσών αρχών, όπως οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης, που συνεπάγονται παράδοση αγαθών έναντι αμοιβής, οφείλονται στο δανειστή, που έχει εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, τόκοι υπερημερίας, σε περίπτωση μη τήρησης της συμβατικής προθεσμίας πληρωμής εκ μέρους του οφειλέτη. Ανεξαρτήτως ενδεχόμενης υπαιτιότητας των οργάνων της Δ.Ε.Υ.Α., οι εντελλόμενες δαπάνες είναι νόμιμες, αφού η πληρωμή τους προβλέπεται ως υποχρεωτική από τις διατάξεις που εκτέθηκαν και τη σύμβαση μεταξύ αυτής και της προμηθεύτριας εταιρείας. Συνεπώς, τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2019, σε βάρος των πιστώσεων του οποίου εκδόθηκαν. Νόμιμη δαπάνη. (Ελ.Συν.Κλιμ.Τμ.7 Πράξη 7/2020)
Όροι της διακήρυξης που αντίκεινται στις διατάξεις της υποπαραγράφου Ζ.5 της παραγράφου Ζ του άρθρου 1 του ν. 4152/2013 (προθεσμία πληρωμής σε εμπορικές συναλλαγές) δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό υποψηφίου που υποβάλει προσφορά σύμφωνη με τις προαναφερόμενες διατάξεις. (Ελ.Συν.Τμ.6 Απόφαση 955/2015)
Εφαρμογή Π.Δ. 166/2003 για συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως την 15-3-2013, εφαρμογή Ν. 4152/2013 για συμβάσεις που έχουν συναφθεί από 16-3-2013. (Ειρ Πατρών 252/2017)
Σκοπός
Σκοπός των διατάξεων είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτόν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων (ΜΜΕ). (υποπαρ. Ζ.1 του Ν.4152/2013)
Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών. Εξαιρούνται οφειλές που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών αναδιάρθρωσης χρέους (άρθρο 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα). (υποπαρ. Ζ.2. του Ν.4152/2013)
Το ανωτέρω ειδικό επιτόκιο του ν. 4152/2013 προϋποθέτει νόμιμη σύμβαση, με τις εγγυήσεις που παρέχουν οι λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη δημοσίας τάξεως διατάξεις του ν.4412/2016 περί Δημοσίων Συμβάσεων Έργων και Προμηθειών για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές. Αντίθετα, αν η κύρια αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 και συνεπώς δεν αρκεί εξώδικη όχληση του δανειστή, ούτε, κατά μείζονα λόγο, παρέλευση της δήλης ημέρας πληρωμής της κύριας οφειλής, ακόμη και αν έχει συμφωνηθεί, αλλά απαιτείται να γίνει επίδοση της σχετικής περί αυτής αγωγής, η οποία και μόνο, ως διαδικαστική πράξη, συνεπάγεται την τοκογονία των ληξιπρόθεσμων χρεών τους. (ΕιρΛαμ 84/2020)
Ορισμοί
1) «Εμπορική συναλλαγή»: κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής.
2) «Δημόσια αρχή»: κάθε αναθέτουσα αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α' του π.δ. 59/2007 (Α' 63/ άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α' της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) και του άρθρου 2 παράγραφος 9 του π.δ. 60/2007 (Α' 64/ άρθρο 1 παράγραφος 9 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ), (από 08.08.2016 ισχύει το άρθρο 2 παρ.1α και 1β Ν.4412/16) ανεξαρτήτως του αντικειμένου ή της αξίας της σύμβασης.
3) «Επιχείρηση»: κάθε οργάνωση εκτός των δημόσιων αρχών, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο.
4) «Καθυστέρηση πληρωμής»: η μη πραγματοποίηση πληρωμής εντός της συμβατικής ή της νόμιμης προθεσμίας, εφόσον πληρούνται οι όροι της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ζ.4. ή της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ζ.5..
5) «Τόκος υπερημερίας»: ο νόμιμος τόκος υπερημερίας ή ο τόκος με επιτόκιο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ επιχειρήσεων, υπό τους όρους που καθορίζονται στην υποπαράγραφο Ζ.8..
6) «Νόμιμος τόκος υπερημερίας»: ο απλός τόκος για την καθυστερημένη πληρωμή σε επιτόκιο το οποίο είναι ίσο προς το σύνολο του επιτοκίου αναφοράς συν οκτώ επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες.
7) «Επιτόκιο αναφοράς»: το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πλέον πρόσφατες βασικές της πράξεις αναχρηματοδότησης.
8) «Οφειλόμενο ποσό»: το κυρίως ποσό που θα έπρεπε να έχει καταβληθεί μέσα στη συμβατική ή τη νόμιμη προθεσμία πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων των επιβαλλόμενων φόρων, δασμών, τελών ή επιβαρύνσεων που καθορίζονται στο τιμολόγιο ή σε άλλο ισοδύναμο για την πληρωμή έγγραφο.
9) «Παρακράτηση της κυριότητας»: κάθε συμβατική συμφωνία, με βάση την οποία ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα των πωλουμένων αγαθών μέχρις ότου εξοφληθεί πλήρως το τίμημα.
10) «Εκτελεστός τίτλος»: κάθε απόφαση, διάταξη ή διαταγή πληρωμής εκδιδόμενη από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι προσωρινά εκτελεστές, είτε προς άμεση καταβολή είτε κατά δόσεις, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στον δανειστή να απαιτήσει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστική εκτέλεση έναντι του οφειλέτη. (υποπαρ. Ζ.3 του Ν.4152/2013)
Συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων και των δημοσίων αρχών
Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.
Με τις διατάξεις του άρθρου 69 Ζ του ν.4270/2014 επιβάλλεται η έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και η εξόφλησή τους εντός ορισμένων προθεσμιών. Οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια της έντονης υπόδειξης προς τη Διοίκηση για ταχεία ενέργεια με στόχο την ταχύτερη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των δημοσίων φορέων προς τους ιδιώτες και σε καμία περίπτωση δεν ιδρύουν λόγω μη νομιμότητας της σχετικής δαπάνης η οποία εξοφλείται εκτός των προθεσμιών αυτών. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ο νομοθέτης επιδίωξε, στη μη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των δημοσίων φορέων προς τους ιδιώτες. Νόμιμη η δαπάνη. (Ελ.Συν. Κλιμ. Τμ. 7 Πράξεις 234/2019, 235/2019)
Πως υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος
Ο Νόμιμος τόκος υπερημερίας είναι ίσος προς το σύνολο του επιτοκίου αναφοράς συν οκτώ επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες.
Το επιτόκιο αναφοράς θα το βρείτε στην κεντρική τράπεζα της Ελλάδας, στο link:
http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/Statistics/rates_markets/ektepitokia.aspx
(βλ. τη στήλη «Σταθερό επιτόκιο)
Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους.
Για παράδειγμα το πρώτο εξάμηνο του έτους 2013 ο νόμιμος τόκος υπερημερίας ήταν 8,75%, ενώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2013 ήταν 8,50%.
Προθεσμίες πληρωμής
Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα όρια:
α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου
β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών
γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών
δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή.
Οι προθεσμίες της περίπτωσης 3 υποπερίπτωση α' της παρούσας υποπαραγράφου ορίζονται σε εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, για:
α) κάθε δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης, με την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά, και η οποία υπόκειται, ως δημόσια επιχείρηση, στις απαιτήσεις διαφάνειας της Οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006 για τη διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών - μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων.
β) Νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (Α'247), που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α'141), όπως ισχύει, που παρέχουν υγειονομική μέριμνα και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένα για το σκοπό αυτόν, καθώς και ο ΕΟΠΥΥ (άρθρο 18 του ν. 3918/2011).
Η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο α' σημείο δ' δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8..
Η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες.
Η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου δεν αποτελεί αντικείμενο συμβατικής συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και του δανειστή. (υποπαρ.Ζ.5 του Ν. 4152/13)
Χρονοδιάγραμμα πληρωμής
Οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνούν, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, χρονοδιάγραμμα πληρωμής με το οποίο θα προβλέπεται η καταβολή του οφειλόμενου ποσού σε δόσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, εάν οποιαδήποτε από τις δόσεις δεν καταβληθεί έως τη συμφωνημένη ημερομηνία, ο τόκος και η αποζημίωση που προβλέπονται από την παρούσα παράγραφο Ζ' υπολογίζονται με αποκλειστική βάση τα ληξιπρόθεσμα ποσά. (υποπαρ.Ζ.6 του Ν.4152/2013)
Αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης
Ο δανειστής δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση από τον οφειλέτη το κατ' αποκοπήν ποσό των σαράντα (40) ευρώ εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.4. ή την υποπαράγραφο Ζ.5..
Το κατά την περίπτωση 1 κατ' αποκοπήν ποσό είναι απαιτητό χωρίς να απαιτείται όχληση και καταβάλλεται ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης του δανειστή.
Ο δανειστής δικαιούται, επιπλέον του κατά την περίπτωση 1 κατ' αποκοπήν ποσού, να ζητήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για οποιαδήποτε σχετικά υπολειπόμενα έξοδα είσπραξης, που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη. Ως έξοδα είσπραξης λογίζονται μεταξύ άλλων και η δαπάνη για την αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου ή οργανισμού είσπραξης οφειλών. (υποπαρ.Ζ.7 του Ν.4152/2013)
Καταχρηστικοί όροι συμβάσεων και πρακτικές
Συμβατικός όρος ή πρακτική που αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής, το επιτόκιο για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα στην περίπτωση που έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα για τον πιστωτή.
Για την εκτίμηση του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικού όρου ή πρακτικής για τον δανειστή, υπό την έννοια του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων: α) τυχόν κατάφωρης παρέκκλισης από τα συναλλακτικά ήθη, αντίθετης προς την καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία β) της φύσης του προϊόντος ή της υπηρεσίας και γ) του εάν ο οφειλέτης διαθέτει οποιονδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την προθεσμία πληρωμής κατά την περίπτωση 5 της υποπαραγράφου Ζ.4., την υποπερίπτωση α' της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Ζ.5., την περίπτωση 4 της υποπαραγράφου Ζ.5. και την περίπτωση 6 της υποπαραγράφου Ζ.5. ή από το κατ' αποκοπήν ποσό κατά την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Ζ.7..
Για τους σκοπούς της περίπτωσης 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει τη χρέωση τόκου για την καθυστέρηση της πληρωμής έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.
Για τους σκοπούς της περίπτωσης 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.8. θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.
Κατά την έννοια της περίπτωσης 1, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προς όφελος των δανειστών και των ανταγωνιστών ώστε να αποτρέπεται η συνέχιση της χρησιμοποίησης συμβατικών όρων και πρακτικών κατάφωρα καταχρηστικών κατά την έννοια της περίπτωσης 1. (υποπαρ.Ζ.8 του Ν.4152/2013)
Ευνοΐκότερες ρυθμίσεις
Σε περιπτώσεις που οι κείμενες διατάξεις είναι, σε σύγκριση με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, ευνοϊκότερες για τον δανειστή, εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις. (υποπαρ. Ζ.12 του Ν.4152/2013)
Οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 4152/2013 εφαρμόζονται και επί δημοσίων έργων (παρ. 11 του προοιμίου της ανωτέρω οδηγίας) τροποποιούμενων εμμέσως σχετικά των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας [(ν. 3669/08) Α. 110]. (Υπ. Οικ. 2/49106/0026/17.05.2013)
Έργα (Προσοχή!!!! Ο Ν.4152/2013 ισχύει και για τις περιπτώσεις των έργων)
α. Ύψος τόκου υπερημερίας
Συμβάσεις που υπογράφηκαν μετά την κατάργηση του Π.Δ. 166/2003 (ημερ. κατάργησης 09.05.2013)
Αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέρα του διμήνου από την υποβολή του ή την επανυποβολή του, οφείλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου Ζ του Ν. 4152/ 2013, τόκος υπερημερίας. Ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού κοινοποιήσει στη Διευθύνουσα Υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση. (παρ.9 άρθρο 152 Ν.4412/16)
Από 01.09.2021 ισχύουν τα εξής:
Αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέραν του ενός (1) μήνα από την υποβολή του ή την επανυποβολή του, οφείλεται τόκος υπερημερίας, σύμφωνα με την παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107). Ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες δέκα (10) ημέρες μετά από την κοινοποίηση στη διευθύνουσα υπηρεσία ειδικής έγγραφης δήλωσης. (παρ.10 άρθρο 152 Ν.4412/16, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 71 του Ν.4782/21)
Σύμφωνα με την παρ.2 της υποπερίπτ.Ζ5 του Ν.4152/13:
Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους.
Συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν την κατάργηση του Π.Δ. 166/2003 (ημερ. κατάργησης 09.05.2013)
Σύμφωνα με την παρ.9 του άρθρου 53 του Ν.3669/2008:
"Αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέρα του διμήνου από την υποβολή του, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από την ημερομηνία υποβολής της, τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του Π.Δ. 166/2003 (ΦΕΚ 38 Α΄) και ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού κοινοποιήσει στη διευθύνουσα υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση".
Οι συνέπειες της υπερημερίας του κυρίου του έργου λόγω μη εξόφλησης του λογαριασμού αν και ο ανάδοχος προσκόμισε όλα τα απαιτούμενα από το νόμο δικαιολογητικά, αφορούν σε όλα τα δικαιώματα του αναδόχου που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 3669/2008, δηλαδή α) στο δικαίωμά του για καταβολή αποζημίωσης για θετικές ζημίες β) στο δικαίωμά του για καταβολή τόκου υπερημερίας και γ) στο δικαίωμά του να ζητήσει τη διακοπή των εργασιών και την διάλυση της σύμβασης υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που τάσσουν οι σχετικές διατάξεις του ν. 3669/2008 (ομοφ.) (ΓνΝΣΚ 82/2018)
Περαιτέρω, το άρθρο 53 παρ. 9 του ν. 3669/2008, με το οποίο ορίσθηκε ότι αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέραν του διμήνου από την υποβολή του, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από την ημερομηνία υποβολής της, τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 166/2003, δεν καταλαμβάνει τις συμβάσεις που είχαν υπογραφεί προ του χρόνου ενάρξεως ισχύος του νόμου τούτου. (ΔΕφΘες 2421/2013)
Σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 4 του Π.Δ.166/2003:
«4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου [«επιτόκιο αναφοράς»] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες [«περιθώριο»], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες.» - καταργήθηκε το π.δ. 166/2003 (Α' 138) με την υποπαρ.Ζ.14 του Ν. 4152/13 (ΦΕΚ 107/09.05.2013 τεύχος Α') από την έναρξη ισχύος του ν.4152/13 (09.05.2013). Οι διατάξεις του όμως παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του.
Δεν επιδικάζεται ο τόκος επί του αναλογούντος ΦΠΑ, εφόσον αυτός (ΦΠΑ) δεν περιλαμβάνεται στο κατά νόμον περιεχόμενο των λογαριασμών ούτε αποδεικνύεται ότι έχει αποδοθεί και από πότε στο Δημόσιο.
Συνεπώς, ο τόκος υπερημερίας πρέπει να υπολογισθεί μόνο επί των ποσών των οφειλομένων εργασιών. (ΔΕφΑθ 66/2010, ΔΕφΘ 366/2011, ΔΕφΘ 705/2011)
Συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν την έναρξη του Π.Δ. 166/2003
Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την παρ.6 του άρθρου 2 του Ν.2229/1994 προέβλεπε τα εξής:
«Αν η πληρωμή του καθυστερήσει πέρα από ένα (1) μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου ή του μελετητή, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από το χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας ίσος με το ογδόντα πέντε τοις εκατό' (85%) του τόκου των εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και ο ανάδοχος ή ο μελετητής μπορεί να διακόψει τις εργασίες αφού κοινοποιήσει στη, διευθύνουσα υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση. Σε περίπτωση που το Δημόσιο παύσει να εκδίδει έντοκα γραμμάτια ο τόκος υπερημερίας του παρόντος νόμου καθορίζεται με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου»
β. Έναρξη τοκοφορίας
Συμβάσεις που υπογράφηκαν μετά την κατάργηση του Π.Δ. 166/2003 (ημερ. κατάργησης 09.05.2013)
Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. (παρ.1 υποπερίπτ.Ζ5 Ν.4152/13)
Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα όρια:
α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου
β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών
γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών
δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή. (παρ.3 υποπερίπτ.Ζ5 Ν.4152/13)
Οι προθεσμίες της περίπτωσης 3 υποπερίπτωση α' της παρούσας υποπαραγράφου ορίζονται σε εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, για:
α) κάθε δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης, με την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά, και η οποία υπόκειται, ως δημόσια επιχείρηση, στις απαιτήσεις διαφάνειας της Οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006 για τη διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών - μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων, καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων.
β) Νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (Α'247), που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α'141), όπως ισχύει, που παρέχουν υγειονομική μέριμνα και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένα για το σκοπό αυτόν, καθώς και ο ΕΟΠΥΥ (άρθρο 18 του ν. 3918/2011). (παρ.4 υποπερίπτ.Ζ5 Ν.4152/13)
Η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες. (παρ.6 υποπερίπτ.Ζ5 Ν.4152/13)
Συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν την κατάργηση του Π.Δ. 166/2003 (ημερ. κατάργησης 09.05.2013)
Σχετικά με την έναρξη τοκοφορίας στην
παρ.1 του άρθρου 4 του Π.Δ.166/2003 ορίζεται ότι τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση.
Όμως στην παρ.9 του άρθρου 53 του Ν.3669/2008 ορίζεται ότι αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέρα του διμήνου από την υποβολή του, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από την ημερομηνία υποβολής της, τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του Π.Δ. 166/2003 (ΦΕΚ 38 Α΄) και ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού κοινοποιήσει στη διευθύνουσα υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι με βάση την παρ.9 του άρθρου 5, του Ν.3669/2008 απαιτείται η υποβολή έγγραφης όχλησης ενώ με βάση την παρ.1 του άρθρου 4 του ΠΔ 166/2003 τόκος οφείλεται μετά την πάροδο σχετικής προθεσμίας (περιόδου πληρωμής) όπως ορίζεται στη σύμβαση.
Ο ανάδοχος οφείλει να προχωρήσει στην έκδοση τιμολογίου, στην πληρωμή φόρων, εισφορών και κρατήσεων και να προσκομίσει δικαιολογητικά ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας προκειμένου το αίτημα πληρωμής να γίνει άμεσα απαιτητό. Η όχληση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα αν η ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου είναι μεταγενέστερη αυτής της υποβολής της όχλησης. Για να υφίσταται υπερημερία του κυρίου του έργου, θα πρέπει ο ανάδοχος να έχει προχωρήσει έγκαιρα τόσο στην έκδοση του τιμολογίου και στην προσκόμιση των προβλεπόμενων δικαιολογητικών, όσο και στην υποβολή της όχλησης. (εγγ. ΥΠ.ΕΣ. 23652/11.07.2014)
Στο υπ' αριθ. 24969/09.08.2012 έγγραφο του ΥΠ.ΕΣ. επισημαίνεται πως ο τόκος αυτός οφείλεται υπό την προϋπόθεση ότι έχει υποβληθεί έγγραφη όχληση από τον ανάδοχο και ο υπολογισμός του ξεκινά από την ημερομηνία υποβολής της όχλησης.
Η τοκοφορία αρχίζει από την υποβολή της σχετικής όχλησης του αναδόχου και όχι από την έκδοση του οικείου τιμολογίου αυτού. (Ελ.Συν.Κλιμ.Τμ.7 Πράξη 198/2015)
Οι συνέπειες της υπερημερίας του κυρίου του έργου λόγω μη εξόφλησης του λογαριασμού αν και ο ανάδοχος προσκόμισε όλα τα απαιτούμενα από το νόμο δικαιολογητικά, αφορούν σε όλα τα δικαιώματα του αναδόχου που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 3669/2008, δηλαδή α) στο δικαίωμά του για καταβολή αποζημίωσης για θετικές ζημίες β) στο δικαίωμά του για καταβολή τόκου υπερημερίας και γ) στο δικαίωμά του να ζητήσει τη διακοπή των εργασιών και την διάλυση της σύμβασης υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που τάσσουν οι σχετικές διατάξεις του ν. 3669/2008 (ομοφ.) (ΓνΝΣΚ 82/2018)
Στην παρ.10 του άρθρου 5 του Ν.1418/1984, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει αλλά και στην παρ.9 του άρθρου 53 του Ν.3669/2008 ορίζεται ότι οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί πρέπει να εξοφλούνται εντός διμήνου από την υποβολή τους. Μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας η υποχρέωση του οφειλέτη του έργου καθίσταται τοκοφόρος.
Σύμφωνα με την άποψη του Νομικού Συμβούλου Γιάννη Γαλενιανού, συνιστάται μεν η υποβολή όχλησης, ώστε να αρχίσει χωρίς αμφιβολία η τοκοφορία της απαίτησης, πρέπει να ζητούνται όμως τόκοι και για το χρονικό διάστημα προ της υποβολής της όχλησης, από τη συμπλήρωση διμήνου από την υποβολή του λογαριασμού για έλεγχο και πληρωμή έως την ημερομηνία εξόφλησης του ποσού του λογαριασμού.
Η τοκοφορία τελεί υπό την πρόσθετη αρνητική προϋπόθεση της ανυπαρξίας ευθύνης του οφειλέτη και κυρίου του έργου Ο.Τ.Α., η οποία θεσπίζεται με τη διάταξη της παρ.4 του άρθρου 4 του π.δ/τος 166/2003, που εφαρμόζεται και επί των συμβάσεων δημοτικών έργων (πρβλ. Πράξη VII Τμ. 2/2011), η οποία πληρούται ιδίως όταν η καθυστέρηση της πληρωμής σχετίζεται με τη συμμόρφωσή του στους κανόνες δικαίου που οργανώνουν τον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας των δαπανών των Ο.Τ.Α. από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Συνεπώς, μη νόμιμη η πληρωμή τόκων υπερημερίας λόγω καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού έργου, αφού η καθυστέρηση της πληρωμής του πέραν του διμήνου οφείλεται στην υποβολή του οικείου χρηματικού εντάλματος στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειμένου να ασκηθεί ο συνταγματικά προβλεπόμενος προληπτικός έλεγχος νομιμότητας της εντελλόμενης με αυτό δαπάνης, για την οποία δεν φέρει ευθύνη ο Δήμος. (Ελ.Συν. Πράξη 51/2011 Τμ.7)
Οι διατάξεις του π.δ. 166/2003 από την έναρξη της ισχύος τους κατισχύουν, σύμφωνα με τα άρθρα 249 παρ. 1 και 3, (πρώην άρθρο 189), της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, (ήδη άρθρο 288 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και 28 του Συντάγματος, κάθε αντίθετης διάταξης της εσωτερικής νομοθεσίας και άρα και των διατάξεων της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/ 1984, όπως ίσχυσε, και του άρθρου 53 παρ. 9 του ν. 3669/2008, όσον αφορά στην πρόβλεψη για προηγούμενη έγγραφη όχληση, επί καθυστέρησης πληρωμής εγκριθέντος λογαριασμού, (πιστοποίησης), η οποία (έγγραφη όχληση) δεν απαιτείται πλέον για την έναρξη της τοκοφορίας του λογαριασμού. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης της πληρωμής λογαριασμού σχετικού με την εκτέλεση δημοτικού έργου (που υπάγεται στις διατάξεις του Π.Δ. 166/2003), μη οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του αναδόχου, η έναρξη της τοκοφορίας δεν έχει ως αναγκαίο προαπαιτούμενο την ύπαρξη όχλησης εκ μέρους του αναδόχου. (Ελ.Συν.Κλιμ.Τμ.7 Πράξη 171/2016)
Οι εντελλόμενες δαπάνες καταβολής τόκων υπερημερίας είναι νόμιμες διότι, με δεδομένη την έγκαιρη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των φερόμενων ως δικαιούχων εργολάβων, τόσο η παράλειψη του συγχωνευθέντος (πρώην) Δήμου Τ να ενεργοποιήσει την απαιτούμενη διαδικασία για την εξόφληση του πρώτου λογαριασμού του αντίστοιχου έργου, όσο και η καθυστέρηση της εκταμίευσης της οφειλόμενης δόσης χρηματοδότησης από το πρόγραμμα ΘΗΣΕΑΣ, σχετικά με το έτερο από τα επίμαχα έργα, καθώς και η μη έγκαιρη υποβολή του προϋπολογισμού του Δήμου Χ, προς έγκριση στο Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ανάγονται στην ευθύνη του ως άνω Δήμου, ο οποίος έχει αντικειμενικήευθύνη ως κύριος των έργων για την καθυστέρηση πληρωμής λογαριασμού πέραν του διμήνου από την υποβολή του. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ο Δήμος είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει πιστώσεις από άλλες πηγές, όπως αυτές αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 9 του ν. 4071/2012, και να εκπληρώσει έγκαιρα τις συμβατικές του υποχρεώσεις, υπερβαίνοντας τυχόν οικονομική δυσχέρειά του. (Ελ. Συν. Κλιμ. Τμ. 7 Πράξη 299/2013) (Ελ.Συν.Κλιμ.Τμ.7 Πράξη 95/2014)
Στο πεδίο εφαρμογής του π.δ/τος 166/2003 δεν υπάγονται οι συμβάσεις εκτελέσεως δημοσίων έργων, διότι με τον όρο «εμπορική συναλλαγή», όπως στο ίδιο το διάταγμα ορίζεται, νοείται κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, τέτοια δε δεν συνιστά η εκτέλεση έργου. Περαιτέρω, το άρθρο 53 παρ. 9 του ν. 3669/2008, με το οποίο ορίσθηκε ότι αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέραν του διμήνου από την υποβολή του, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από την ημερομηνία υποβολής της, τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 166/2003, δεν καταλαμβάνει τις συμβάσεις που είχαν υπογραφεί προ του χρόνου ενάρξεως ισχύος του νόμου τούτου. (ΔΕφΘες 2421/2013)
Η έναρξη της τοκοφορίας άρχεται στην προκειμένη περίπτωση από την όχληση του Δήμου, ήτοι από την επομένη της κοινοποίησης στο Δήμο της εξώδικης διαμαρτυρίας της αναδόχου και όχι από την έκδοση του τιμολογίου που αφορά τον 3ο λογαριασμό του έργου, όπως έγινε δεκτό με το επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό. Μη νόμιμη δαπάνη. (Ελ.Συν.Κλιμ.Τμ.7 Πράξη 275/2014)
γ. Δικαιολογητικά για την εξόφληση λογαριασμού που συμπεριλαμβάνει και τόκο υπερημερίας
Συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν την κατάργηση του Π.Δ. 166/2003 (ημερ. κατάργησης 09.05.2013)
Τα δικαιολογητικά που θα συνοδεύουν χρηματικό ένταλμα για την εξόφληση λογαριασμού που συμπεριλαμβάνει και τόκο υπερημερίας θα είναι, πέραν των Λοιπών προβλεπόμενων κατά περίπτωση από την κείμενη νομοθεσία, και η έγγραφη όχληση του αναδόχου (από την ημερομηνία υποβολής της οποίας άλλωστε, συγκρινόμενη με αυτή του λογαριασμού, θα προκύπτει και η πάροδος του χρονικού διαστήματος πέραν του οποίου προσμετράται τέτοιου είδους τόκος). Η υποχρέωση υποβολής χρηματικού εντάλματος στην οικεία υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για προληπτικό έλεγχο, δεν επηρεάζεται από το εάν αυτό περιλαμβάνει και τόκο υπερημερίας (ΥΠ.ΕΣ. 24969/09.08.2012)
Η ένσταση κατά της παράλειψης της Διοίκησης να εξοφλήσει λογαριασμό έργου δεν αποκλείεται να επέχει θέση «έγγραφης όχλησης». (ΣτΕ 2891/2014)
δ. Καταβολή τόκων μετά από δικαστική απόφαση
Όπως έχει γίνει δεκτό με την αριθ. πρωτ: 11885/191/ΠΟΛ: 141/ 14.8.1985 και εξ αφορμής των αριθ. 300/82 και 1718/84 αποφάσεων του Σ.τ.Ε, οι τόκοι που καταβάλλονται από το Δημόσιο, μετά από δικαστική απόφαση, σε εργολάβο δημοσίων έργων, λόγω καθυστέρησης καταβολής του εργολαβικού ανταλλάγματος αποτελούν εισόδημα από κινητές αξίες, καθόσον για να χαρακτηρισθούν οι τόκοι ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις πρέπει η συναλλαγή να έχει λάβει χώρα μεταξύ εμπόρων, ιδιότητα την οποία δεν έχει το Δημόσιο. (ΠΟΛ 1131/2007)
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την αρ. 69/2006 γνωμοδότησή του (Β Τμήμα), η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, γνωμοδότησε ότι το π.δ. 166/2003 έχει άλλο σκοπό και άλλο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με αυτό των διατάξεων των άρθρων 24 και 25 του Κ.Φ.Ε., το περιεχόμενο των οποίων ερμηνεύθηκε από τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΣτΕ (αριθ.300/82 και 1718/84).
Κατά συνέπεια, οι τόκοι που καταβάλλει το Δημόσιο, μετά από δικαστική απόφαση σε εργοληπτική εταιρεία, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από κινητές αξίες και επομένως, υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου 20% (Σημ. πλέον 15%), σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. (ΠΟΛ 1131/2007)
Το ανωτέρω ειδικό επιτόκιο του ν. 4152/2013 προϋποθέτει νόμιμη σύμβαση, με τις εγγυήσεις που παρέχουν οι λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη δημοσίας τάξεως διατάξεις του ν.4412/2016 περί Δημοσίων Συμβάσεων Έργων και Προμηθειών για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές. Αντίθετα, αν η κύρια αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 και συνεπώς δεν αρκεί εξώδικη όχληση του δανειστή, ούτε, κατά μείζονα λόγο, παρέλευση της δήλης ημέρας πληρωμής της κύριας οφειλής, ακόμη και αν έχει συμφωνηθεί, αλλά απαιτείται να γίνει επίδοση της σχετικής περί αυτής αγωγής, η οποία και μόνο, ως διαδικαστική πράξη, συνεπάγεται την τοκογονία των ληξιπρόθεσμων χρεών τους. (ΕιρΛαμ 84/2020)
Προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών
Συμβάσεις που υπογράφηκαν μετά την κατάργηση του Π.Δ. 166/2003 (ημερ. κατάργησης 09.05.2013)
Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. (παρ.1 υποπερίπτ.Ζ5 Ν.4152/13)
Για περισσότερα δείτε παραπάνω.
Συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν την κατάργηση του Π.Δ. 166/2003 (ημερ. κατάργησης 09.05.2013)
Σύμφωνα με την περίπτ.δ' της παρ.2 του άρθρου 4 του Π.Δ.166/2003 εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους μετά την πάροδο αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών. (βλ. και Ελ.Συν.Κλιμ.Τμ.7 Πράξη 197/2015) - καταργήθηκε το π.δ. 166/2003 (Α' 138) με την υποπαρ.Ζ.14 του Ν. 4152/13 (ΦΕΚ 107/09.05.2013 τεύχος Α') από την έναρξη ισχύος του ν.4152/13 (09.05.2013). Οι διατάξεις του όμως παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του.
Μελέτες
Για συμβάσεις από 08.08.2016
Αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέρα του διμήνου από την υποβολή του ή την επανυποβολή του, οφείλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου Ζ του Ν. 4152/ 2013, τόκος υπερημερίας. Ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού κοινοποιήσει στη Διευθύνουσα Υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση. (παρ.9 άρθρο 152 Ν.4412/16)
Από 01.09.2021 ισχύουν τα εξής:
Αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέραν του ενός (1) μήνα από την υποβολή του ή την επανυποβολή του, οφείλεται τόκος υπερημερίας, σύμφωνα με την παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107). Ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες δέκα (10) ημέρες μετά από την κοινοποίηση στη διευθύνουσα υπηρεσία ειδικής έγγραφης δήλωσης. (παρ.10 άρθρο 152 Ν.4412/16, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 71 του Ν.4782/21)
Για συμβάσεις έως 08.08.2016
Σύμφωνα με την παρ.6 του άρθρου 30 του Ν.3316/2005:
«6. Αν η πληρωμή λογαριασμού καθυστερήσει, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέρα από έναν μήνα, μετά τη ρητή ή αυτοδίκαιη έγκρισή του, οφείλεται τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται κατά το άρθρο 4 του Π.Δ. 166/ 2003 (ΦΕΚ 38 Α΄). Ο ανάδοχος δικαιούται ακόμα να διακόψει τις εργασίες της σύμβασης μέχρι την καταβολή της αμοιβής του, ύστερα από κοινοποίηση ειδικής έγγραφης δήλωσης περί διακοπής των εργασιών, προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται ισόχρονη παράταση.»
Καταργήθηκε το π.δ. 166/2003 (Α' 138) με την υποπαρ.Ζ.14 του Ν. 4152/13 (ΦΕΚ 107/09.05.2013 τεύχος Α') από την έναρξη ισχύος του ν.4152/13 (09.05.2013). Οι διατάξεις του όμως παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του.
Για τον τόκο υπερημερηρίας ισχύουν πλέον οι διατάξεις της υποπαρ.Ζ.5 του Ν. 4152/13 (ΦΕΚ 107/09.05.2013 τεύχος Α').
Γ. Υπαγωγή τόκων σε ΦΠΑ, τέλη και παρακράτηση
Φ.Π.Α
Σύμφωνα με την περίπτ. α' της παρ.4 του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α. (Ν.2859/2000), πριν την αντικατάστασή του από την παρ.2 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002, ίσχυε το εξής:
«4. Στη φορολογητέα αξία περιλαμβάνονται:
α) Οι τόκοι των επί πιστώσει πωλήσεων, οι τόκοι υπερημερίας, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα με τα οποία ο προμηθευτής επιβαρύνει τον αγοραστή των αγαθών ή το λήπτη των υπηρεσιών, όπως τα έξοδα προμήθειας, μεσιτείας, συσκευασίας, ασφάλισης, μεταφοράς, φορτοεκφόρτωσης, ακόμη και αν αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης συμφωνίας,»
Μετά την αντικατάστασή του από την παρ.2 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002, η περίπτ. α' της παρ. του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α. (Ν.2859/2000) έχει ως εξής:
«4. Στη φορολογητέα αξία περιλαμβάνονται:
α) οι τόκοι των επί πιστώσει πωλήσεων, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα με τα οποία ο προμηθευτής επιβαρύνει τον αγοραστή των αγαθών ή τον λήπτη των υπηρεσιών, όπως τα έξοδα προμήθειας, μεσιτείας, συσκευασίας, ασφάλισης, μεταφοράς, φορτοεκφόρτωσης, ακόμη και αν αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης συμφωνίας.»
Επομένως οι τόκοι υπερημερίας δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ από την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν.3091/2002, δηλ. από 24.12.2002.
Οι τόκοι υπερημερίας δεν συμπεριλαμβάνονται στην φορολογητέα αξία μετά την παραπάνω ημερομηνία, δεδομένου ότι θεωρήθηκε ότι οι εν λόγω τόκοι δεν συνδέονται με την πώληση του αγαθού ή την προσφορά της υπηρεσίας, άρα στα τιμολόγια που εκδίδονται μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία δεν επιβάλλεται ΦΠΑ. (ΠΟΛ. 1006/2003)
Τέλος Χαρτοσήμου
Οι τόκοι υπερημερίας αποτελούν αντικείμενο της φορολογίας χαρτοσήμου και για την εξόφληση αυτών επιβάλλεται το τέλος χαρτοσήμου που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του κώδικα χαρτοσήμου (3% πλέον εισφοράς υπέρ ΟΓΑ 20% επί του χαρτοσήμου) (ΠΟΛ 1099/2004)
Για την είσπραξη των τόκων πρέπει να εκδοθεί τιμολόγιο σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 12 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992). παρ.3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Α.Σ.- υποπαρ.Ε1 περίπτ.1 άρθρο πρώτο Ν.4093/12.
Από 01.01.2015 για την είσπραξη αποζημιώσεων, επιδοτήσεων, οικονομικών ενισχύσεων, επιστροφών τόκων, εισφορών και λοιπών συναφών εσόδων,δεν προβλέπεται ή έκδοση τιμολογίου από την Οδηγία 2006/112/ΕΕ. Η συναλλαγή δύναται να τεκμηριώνεται από παραστατικό που εκδίδει ο χορηγών το σχετικό ποσό ή η τράπεζα που το καταβάλλει (π.χ. απόφαση επιχορήγησης, βεβαίωση από τον ΟΠΕΚΕΠΕ που περιλαμβάνει τα στοιχεία του δικαιούχου, το ποσό, την ημερομηνία ή άλλο ανάλογο στοιχείο). (ΠΟΛ 1003/31.12.2014)
Tο τέλος χαρτοσήμου αποδίδεται στο Δημόσιο από τον εκδότη του τιμολογίου εντός των προθεσμιών του άρθρου 30 του παλιού Kώδικα Φορολογικών Στοιχείων (Π.Δ. 99/1977), το οποίο σύμφωνα με την παρ.10 του άρθρου 39 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992) σε ότι αφορά τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο χρόνο, τον τρόπο και τη διαδικασία υποβολής των δηλώσεων τελών χαρτοσήμου και εισφορών και όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν, εφαρμόζεται και μετά την έκδοση και την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 186/1992.
Σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Α.Σ.- υποπαρ.Ε1 περίπτ.1 άρθρο πρώτο Ν.4093/12, ορίζεται ότι, όπου από τις κείμενες διατάξεις γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (π.δ. 99/1977, ΦΕΚ Α' 34) και του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992, ΦΕΚ Α' 84), μετά την ισχύ του παρόντος Κώδικα, νοούνται οι συναφείς διατάξεις των άρθρων 1-12 του Κώδικα αυτού.
Στις διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ. δεν γίνεται αναφορά περί της δήλωσης τελών χαρτοσήμου. Αναμένεται συνεπώς κάποια σχετική οδηγία για το τί ισχύει από δω και στο εξής.
Από 01.01.2015 ο ΚΦΑΣ καταργείται από την παρ. 1 του άρθρου 38 του Ν. 4308/14 και προκειμένου για κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές οντότητες που ανήκουν στο δημόσιο τομέα ή ελέγχονται από το Δημόσιο ή τελούν υπό την εποπτεία του Δημοσίου, όταν εμπίπτουν στην εφαρμογή του άρθρου 156 του ν. 4270/2014 εφαρμόζονται μόνο τα άρθρα 3 έως και 15, πλην των παραγράφων 8 και 9 του άρθρου 3 του Ν.4308/14.
Φορολογική μεταχείριση τόκων
Δείτε την ΠΟΛ 1042/2015 «Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013)»
Δ. Τραπεζική αργία και τόκοι
Στην Πράξη Νομοθ. Περιεχομένου (ΦΕΚ 65/28.06.2015 τεύχος Α') «Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας» στο άρθρο πρώτο παράγραφος 5, ορίζονται τα εξής:
«Δεν θα οφείλεται τόκος υπερημερίας για τη διάρκεια της τραπεζικής αργίας σε ό,τι αφορά απαιτήσεις που καθίστανται απαιτητές κατά τη διάρκειά της.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι προθεσμίες λήξης, εμφάνισης και πληρωμής αξιόγραφων και αναστέλλονται οι δικαστικές προθεσμίες».
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δεν θα επιβάλλονται τόκοι και προσαυξήσεις σε τυχόν ληξιπρόθεσμες οφειλές τρίτων προς τους ΟΤΑ, για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η τραπεζική αργία. Το ίδιο ισχύει για όλες τις περιπτώσεις τόκων υπερημερίας (δηλ. και για τις οφειλές των ΟΤΑ προς τρίτους)