Απόφαση επιβολής τέλους-Βήματα
I. Απόφαση επιβολής τέλους
II. Χρόνος λήψης Απόφασης
I. Απόφαση επιβολής τέλους
Η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για τον καθορισμό των συντελεστών του τέλους πρέπει να παρέχει ακριβή, επίκαιρη και πλήρη αιτιολογία. (παρ.1 άρθρο 1 Ν.25/75, όπως αντικαθίσταται από την παρ.1 του άρθρου 185 του Ν.4555/18)
Η συζήτηση και ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης του δημοτικού συμβουλίου για τον καθορισμό των συντελεστών του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους διεξάγεται επί της πρότασης της Οικονομικής Επιτροπής και επί κατατεθειμένων εναλλακτικών προτάσεων. Έγκυρες, και ως εκ τούτου προσμετρούμενες για την πλήρωση της προϋπόθεσης της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων μελών του δημοτικού συμβουλίου προκειμένου μια πρόταση να εγκριθεί, θεωρούνται μόνο εκείνες οι ψήφοι που τοποθετούνται θετικά υπέρ κάποιας πρότασης είτε υπέρ της κατατεθείσας από την Οικονομική Επιτροπή είτε υπέρ εναλλακτικών προτάσεων. Οι λευκές ψήφοι δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας. (παρ.1 άρθρο 1 Ν.25/75, όπως αντικαθίσταται από την παρ.1 του άρθρου 185 του Ν.4555/18) (ΥΠ.ΕΣ. εγκ.117/90814/19.12.2019)
Στην ειδική δε περίπτωση κατά την οποία η μοναδική πρόταση που τίθεται προς συζήτηση και ψηφοφορία είναι αυτή της Οικονομικής Επιτροπής, οι ψήφοι που αντιτίθενται μεν στην εν λόγω μοναδική πρόταση χωρίς όμως να τοποθετούνται υπέρ κάποιας άλλης πρότασης θεωρούνται, όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της ισχύουσας διάταξης, άκυρες και δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας που απαιτείται για να εγκριθεί η πρόταση. (ΥΠ.ΕΣ. εγκ.117/90814/19.12.2019)
Οι εναλλακτικές προτάσεις κατατίθενται είτε στην Οικονομική Επιτροπή κατά το στάδιο σύνταξης της εισήγησής της είτε στο δημοτικό συμβούλιο, κατά τη συζήτηση και ψήφιση των συντελεστών του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους. Οι ενδεχόμενες εναλλακτικές προτάσεις συζητούνται διακριτά, ανά γενικό ή ειδικό συντελεστή του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους και τίθενται σε ψηφοφορία κατ' αντιπαράθεση. Κάθε εναλλακτική πρόταση λαμβάνει υποχρεωτικά υπόψη το σύνολο των κωδικών αριθμών εσόδων ή/και δαπανών που αφορούν στις υπηρεσίες, για τις οποίες επιβάλλεται το ενιαίο ανταποδοτικό τέλος, και οι οποίοι θα πρέπει να τροποποιούνται καταλλήλως, ώστε σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται η ισοσκέλιση των δαπανών με τα έσοδα.
Η πρόταση που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών του δημοτικού συμβουλίου συνιστά και τον εγκεκριμένο, αντίστοιχα, γενικό ή ειδικό συντελεστή. Αν καμία πρόταση δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των παρόντων μελών του δημοτικού συμβουλίου, τότε η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μεταξύ των δύο πρώτων σε ψήφους προτάσεων. (παρ.1 άρθρο 1 Ν.25/75, όπως αντικαθίσταται από την παρ.1 του άρθρου 185 του Ν.4555/18)
Τα ανωτέρω ισχύουν από την επόμενη αυτοδιοικητική περίοδο που ξεκινάει το Σεπτέμβριο του 2019 (άρθρο 210 παρ.2 Ν.4555/18 και άρθρο 9 του Ν.3852/10, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του Ν.4555/18)
Τα δημοτικά Συμβούλια είναι υποχρεωμένα, κατά τη λήψη των σχετικών κανονιστικών αποφάσεων περί επιβολής ανταποδοτικών τελών, να θεσπίζουν τέτοιους κανόνες, κριτήρια και συντελεστές, ώστε τα επιβαλλόμενα τέλη να είναι αντικειμενικά, δίκαια και ανάλογα της παρεχόμενης υπηρεσίας και της ωφελιμότητας σε κάθε κατηγορία υπόχρεων. Θα πρέπει αυστηρά να τηρείται η θεμελιώδης αρχή της ανταποδοτικότητας και κατά συνέπεια η αύξηση των τελών πρέπει να είναι ανάλογη με την αύξηση του κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών. Η μη ικανοποίηση των ανωτέρω κριτηρίων, που επιτάσσεται από τη φύση των τελών ανταποδοτικού χαρακτήρα, αποστερεί τις αποφάσεις επιβολής τους από το στοιχείο της νομιμότητας.(ΥΠΕΣΔΔΑ 2/2077/14-1-2005)
Η σχετική απόφαση του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου,για τον καθορισμό των, κατά κατηγορίες υποχρέων, συντελεστών των τελών, πρέπει να αποβλέπει στην πραγματοποίηση εσόδων κατά βάση αναλόγων προς τα προβλεπόμενα αντίστοιχα έξοδα. Η αναλογία ωστόσο αυτή εκφράζεται όχι με την απόλυτη ισοσκέλιση των δύο κονδυλίων (εσόδων - εξόδων), αλλά με μία κατά προσέγγιση αναλογική μεταξύ διαφοροποιήσεις από την επαλήθευση ή μη των προβλέψεων. Για να είναι όμως εφικτός ο έλεγχος της αναλογικής αυτής σχέσεως, η οποία προσδιορίζει και την αποδοτικότητα του τέλους καθαριότητας, απαιτείται, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, όπως η προβλέπουσα τους συντελεστές του τέλους κανονιστική απόφαση του οικείου συμβουλίου αιτιολογείται επαρκώς, είτε στο κείμενό της, είτε με αναφορά στα συνοδεύοντα αυτήν στοιχεία, με την παράθεση,ενόψει επικαίρων διαπιστώσεων και συγκεκριμένων στοιχείων, των συγκροτούντων τα κονδύλια των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων της δημοτικής υπηρεσίας καθαριότητος ποσών, για το έτος για το οποίο πρόκειται. Η νομιμότης δε της κανονιστικής αποφάσεως ιδία από απόψεως πληρότητος της κατά τ' ανωτέρω αιτιολογίας μπορεί να ελέγχεται είτε ευθέως επί ακυρώσει, είτε παρεμπιπτόντως από τα διοικητικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση των εκ της επιβολής του τέλους διοικητικών διαφορών. (ΣτΕ 981/1992 Τμ.Β') (ΣτΕ 343/2016)
Στο πλαίσιο της ανταποδοτικότητας θα πρέπει να υπάρχει αναλογική σχέση μεταξύ εσόδων και δαπανών και όχι απαραίτητα απόλυτη ταύτισή τους. Το στοιχείο αυτό εξετάζεται κατά τον έλεγχο νομιμότητας και όχι η αναγκαιότητα ή μη αύξησης των τελών.
Σχετικά με την απόφαση καθορισμού των τελών επισημαίνουμε ότι, λόγω του ανταποδοτικού τους χαρακτήρα, αφετηρία αποτελεί ο προϋπολογισμός των δαπανών του επόμενου οικονομικού έτους.(ΥΠ.ΕΣ. 50106/31.12.2013)
Ο προσδιορισμός των εσόδων-εξόδων πρέπει να ερείδεται σε συγκεκριμένα ακριβή, εν όψει επικαίρων διαπιστώσεων, στοιχεία, ώστε τα προβλεπόμενα έσοδα να ανταποκρίνονται με την μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση στις κρατούσες πραγματικές συνθήκες αναφορικά με το εμβαδόν και τις χρήσεις των εξυπηρετουμένων ακινήτων και τις αναγκαίες, για την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, δαπάνες κατά το έτος στο οποίο αφορά η απόφαση αυτή. Ως εκ της κατά τα ανωτέρω επιβαλλομένης αναλογικής σχέσεως μεταξύ των προβλεπομένων στον προϋπολογισμό κάθε δήμου κονδυλίων εξόδων και εσόδων των δημοτικών υπηρεσιών καθαριότητας και φωτισμού, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 25/1975, πρέπει να ερμηνευθεί, σε συμφωνία με την ισχύουσα δημοτική νομοθεσία, κατά την οποία οι προϋπολογισμοί των δήμων συντάσσονται κατ' έτος για το επόμενο έτος, ότι επιβάλλει ήδη την κατ' έτος λήψη αποφάσεως για τους συντελεστές του τέλους καθαριότητας και φωτισμού που θα ισχύσουν το επόμενο έτος, ώστε η σχετική απόφαση να ερείδεται και να ανταποκρίνεται σε επικαιροποιημένα στοιχεία του προϋπολογισμού του οικείου δήμου για το συγκεκριμένο έτος. Ο καθορισμός άλλωστε των επί μέρους, κατά κατηγορία υποχρέων, συντελεστών του τέλους δεν μπορεί, εν όψει των αρχών της διαφάνειας της δράσεως της Διοικήσεως και της ασφαλείας του δικαίου, να συναχθεί σιωπηρώς από τα προβλεπόμενα στους οικείους προϋπολογισμούς των δήμων για τις δημοτικές υπηρεσίες καθαριότητας και φωτισμού ποσά εσόδων, όταν στους σχετικούς κωδικούς δεν περιλαμβάνονται και οι υπολογισμοί βάσει των οποίων προκύπτουν τα αντίστοιχα κονδύλια. Η χρήση, συνεπώς, της παρεχομένης εξουσιοδοτήσεως για τον καθορισμό των εφαρμοστέων το επόμενο έτος συντελεστών του τέλους είναι υποχρεωτική κατ' έτος, συνιστώσα οφειλομένη νόμιμη ενέργεια και η παράλειψη εκδόσεως σχετικής αποφάσεως εναρμονισμένης με τον αντίστοιχο ετήσιο προϋπολογισμό του έτους, στο οποίο αφορούν οι συντελεστές, εντός ευλόγου χρόνου αφ' ότου έπρεπε να εκδοθεί (Οκτώβριος κάθε έτους) και πάντως πρό του χρόνου από του οποίου πρέπει να ισχύσει (1η Ιανουαρίου του επομένου έτους), συνιστά παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας. (ΣτΕ 539/2017)
Για την αναπροσαρμογή του τέλους δεν απαιτείται έγκριση της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων (ΥΠΕΣΔΔΑ 58421/21-12-2004)
Η χρήση ή μη της υπηρεσίας καθαριότητας του Δήμου δεν ασκεί επιρροή στην υποχρέωση καταβολής των αντίστοιχων τελών, λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της, αλλά αρκεί η δυνατότητα (ετοιμότητα) παροχής της υπηρεσίας αυτής (Σ.τ.Ε. 2413/2014, 2624/1985).
Η απόφαση του Δημοτικού και Κοινοτικού Συμβουλίου για την επιβολή των τελών, δημοσιεύεται εντός 5 ημερών από της ημέρας λήψεως αυτής, προκειμένου περί Δήμων παρά της εισόδου του Δημαρχιακού Καταστήματος και εν περιλήψει δια μιας των εν τω Δήμω εκδιδομένων ημερησίων εφημερίδωνπροκειμένου δε περί Κοινοτήτων παρά την είσοδο του Κοινοτικού Καταστήματος και των εκκλησιών της Κοινότητος και των συνοικισμών αυτής. (άρθρο 66 του Β.Δ 24-9/20-10-1958)
Το τέλος πρέπει να καλύπτει όλες τις απαιτούμενες δαπάνες. Ο μη προσδιορισμός υπό του δημοτικού συμβουλίου του τέλους εις το προσήκον ύψος συνιστά βαρείαν παράβασιν καθήκοντος και επισύρει κατά των μελών αυτού την εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 120 και 124 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος.Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί πάντων των υπό των δήμων και κοινοτήτων επιβαλλομένων ανταποδοτικών τελών και δικαιωμάτων. (άρθρο 25 παρ.12 του Ν.1828/1989, άρθρο 17 του Ν.1080/80)
Η επιφάνεια που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ενιαίου τέλους φωτισμού και καθαριότητας και του φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων είναι η χρησιμοποιούμενη επιφάνεια (στεγασμένη και αστέγαστη) του συγκεκριμένου ακινήτου, η οποία ηλεκτροδοτείται από τον μετρητή του προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς να γίνεται διάκριση εάν η επιφάνεια αυτή είναι κύριας ή βοηθητικής χρήσης, εφόσον η χρήση επιδρά μόνο στον καθορισμό του συντελεστή που θα ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των τελών αυτών. (ΓνΝΣΚ 237/2018, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, βλ. σχετικά ΥΠ.ΕΣ. 32292/25.04.2019)
Δεν είναι σύννομη η διάθεση μέρους εσόδων των Ο.Τ.Α. που προέρχονται από το ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας και φωτισμού για την αντιμετώπιση υποχρεωτικών λειτουργικών δαπανών αυτών (ΓνΝΣΚ 69/2008)
Δημοτική φορολογία. Ενσωμάτωση της Κοινότητας, όπου λειτουργεί η βιομηχανία της αναιρεσίβλητης, στο νεοσυσταθέντα Δήμο. Δεν ήταν υποχρεωτική η λήψη νέων αποφάσεων καθορισμού τελών, αφού οι δαπάνες οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών καθαριότητας της πρώην Κοινότητας και τα λειτουργικά της έξοδα αποτελούν πλέον μέρος της οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών καθαριότητας του Δήμου. Οι σχετικές κανονιστικές αποφάσεις της πρώην Κοινότητας δεν έπαυσαν να ισχύουν μετά τη συγχώνευσή της στο Δήμο. Οι Δήμος δεν έκανε χρήση της ευχέρειας του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 2539/1997 περί επιβολής διαφοροποιημένων ανταποδοτικών τελών ανά δημοτικό διαμέρισμα. Ο καθορισμός του συντελεστή φόρου ηλεκτροδοτουμένων χώρων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης και το εδ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 1080/1980, αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος. Παραπομπή του ζητήματος αυτού στην Ολομέλεια. Μερικά δεκτή η αναίρεση. (ΣτΕ Τμ.Β Απόφαση 3716/2012) (Δείτε σχετικά και την απόφαση Ολομέλειας του ΣτΕ 3012/2014)
Η υποχρέωση πρoσκλήσεως των Προέδρων των Δημοτικών Κοινοτήτων υφίσταται μόνο στην περίπτωση που στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνονται ειδικά θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, τέτοιο δε θέμα δεν συνιστά η αναπροσαρμογή των συντελεστών του ενιαίου τέλους καθαριότητας και φωτισμού, το οποίο αφορά ολόκληρο το Δήμο. Ομως, στην προκείμενη περίπτωση, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου με την απόφασή του δεν προέβη σε αναπροσαρμογή των συντελεστών του ενιαίου τέλους καθαριότητας και φωτισμού με την εισαγωγή ενός ενιαίου συντελεστή ισχύοντος σε όλη την εδαφική περιφέρεια του Δήμου, αλλά στην αύξηση των συντελεστών του τέλους αυτού που ίσχυαν σε κάθε έναν από τους συγχωνευθέντες με το ν.3852/2010 Δήμους και Κοινότητες, το οποίο, άλλωστε, εξακολουθεί να έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και δεν συνιστά φόρο, με συνέπεια να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 78 παρ.4 του Συντάγματος (ΣτΕ 60/2010 7μ., 609/2004 7μ. κ.α.). Λαμβανομένου, δε, περαιτέρω υπόψη ότι το Δημοτικό Συμβούλιο οφείλει να διαμορφώνει τους συντελεστές του τέλους αυτού στη βάση μιας, κατά προσέγγιση, αναλογικής σχέσεως μεταξύ προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων των σχετικών δημοτικών ή κοινοτικών υπηρεσιών, καθώς και ότι η ποιότητα και η συχνότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών διαφέρει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανά δημοτική κοινότητα, αναλόγως με τις πληθυσμιακές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει κάθε μία από αυτές, η αναπροσαρμογή του συντελεστή του ενιαίου τέλους της Δημοτικής Κοινότητας αποτελούσε ειδικό θέμα τοπικού ενδιαφέροντος, με συνέπεια να απαιτείτο, στην περίπτωση αυτή, η πρόσκληση του Προέδρου της, κατά την κρίσιμη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου, κατά την οποία αυτός δεν είχε παραστεί, σύμφωνα με την βεβαίωση του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου του εν λόγω Δήμου. (ΣτΕ 2185/2012)
Δημοτική και κοινοτική φορολογία. Η προσβαλλόμενη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου περί επιβολής στην αιτούσα τελών χρήσεως πεζοδρομίων, οδών, πλατειών και κοινοχρήστων χώρων, ανά οικίσκο που αυτή έχει τοποθετήσει, για το έτος 2004, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και απαιτείται δημοσίευση αυτής για να μην είναι ανυπόστατη, κατά τις σχετικές διατάξεις του ΔΚΚ. Μετά τη δημοσίευση των κανονιστικών πράξεων του δημοτικού συμβουλίου συνάγεται αμάχητο τεκμήριο γνώσεως του περιεχομένου τους από τον ενδιαφέρομενο, οπότε και αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακύρωσης στο ΣτΕ. Απαράδεκτη η ένδικη αίτηση λόγω εκπρόθεσμης άσκησης. (ΣτΕ 3273/04)
Κοινή υπουργική απόφαση αναφερόμενη σε δέσμευση των δήμων και κοινοτήτων κατά την ενάσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητός τους προς καθορισμό του τέλους καθαριότητος και αποκομιδής απορριμάτων για τους χώρους τους χρησιμοποιούμενους από λαϊκές αγορές, έχει κανονιστικό χαρακτήρα. (ΣτΕ 2464/2003 Τμ. Β΄)
Σχετικά με την απόφαση ψήφισης προϋπολογισμού όσον αφορά τις ανταποδοτικές υπηρεσίες δείτε την ενότητα:
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ » 16. Προυπολογισμός » Προϋπολογισμός- Βήματα.
Η παραπάνω απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, λαμβάνεται το μήνα Οκτώβριο, κοινοποιείται στην ΔΕΗ μέχρι τις 30 Νοεμβρίου εκάστου έτους. Ο δε οριζόμενος σε αυτήν, συντελεστής ισχύει από 1ης του μηνός Ιανουαρίου του επομένου έτους για ένα ή περισσότερα ημερολογιακά έτη, οριζόμενα σε αυτήν την ίδια απόφαση. (άρθρο 1 παρ.2 Ν.25/75)(1)
Οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 25/1975 και της παρ.8 του άρθρου 24 του ν.2130/1993 για τον καθορισμό των συντελεστών του ενιαίου τέλους καθαριότητας και φωτισμού και του ΤΑΠ αντίστοιχα, είναι ενδεικτικές και η υπέρβασή τους για εύλογο χρονικό διάστημα δεν προκαλεί ακυρότητα των σχετικών αποφάσεων (ΣτΕ 4771/87, ΤρΔΠρ Πειρ 4047/91, υπ' αριθμ. 605/03-01-2007 εγκύκλιος μας). Συνεπώς, νόμιμα επιβάλλεται ή αναπροσαρμόζεται το τέλος από 01/01/2011, ακόμη και αν η απόφαση του συμβουλίου εκδοθεί ή κοινοποιηθεί στη ΔΕΗ μετά την ημερομηνία αυτή. Σύμφωνα εξάλλου με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ΑΝ 344/1968 (ΦΕΚ 71/Α) «η ισχύς των υπό των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων λαμβανομένων αποφάσεων, περί καθορισμού ή τροποποιήσεως των συντελεστών των τελών καθαριότητος και φωτισμού και του δικαιώματος υδρεύσεως δύναται να ορισθή ως αρχομένη από της ενάρξεως του οικονομικού έτους, καθ' ό λαμβάνονται, εφ' όσον καταστούν εκτελεσταί εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους τούτου, υπό τον όρον ότι αι αντίστοιχαι υπηρεσίαι υπέρ ων τα τέλη ή το δικαίωμα παρείχοντο από της ενάρξεως του έτους». (ΥΠΕΣΑΗΔ Εγκ. 45/2010) (ΥΠΕΣΔΔΑ εγκ.1/605/03-01-2007)
Δείτε εδώ απάντηση του ΥΠ.ΕΣ. σε ερώτηση για το χρονικό περιθώριο, εντός του οποίου δύνανται οι δήμοι να λαμβάνουν απόφαση επιβολής/αναπροσαρμογής τελών, προκειμένου αυτή να ληφθεί υπόψη κατά την κατάρτιση ή/και αναμόρφωση του προϋπολογισμού
01.α. Απόφαση οικονομικής επιτροπής με την οποία καταθέτει σχέδιο για την επιβολή των τελών
01.β. Κατάθεση εναλλακτικών προτάσεων λοιπών παρατάξεων, για την επιβολή του τέλους. (παρ.1 άρθρο 1 Ν.25/75, όπως αντικαθίσταται από την παρ.1 του άρθρου 185 του Ν.4555/18)
02. Απόφαση Δημοτικού συμβουλίου για τον καθορισμό τoυ ανταποδοτικoύ τέλους καθαριότητας και φωτισμού (άρθρο 25 παρ.12 1828/89)
03.Απόφαση Δημοτικού συμβουλίου για συνείσπραξη λογαριασμών ύδρευσης και ανταποδοτικού τέλους φωτισμού και καθαριότητας (άρθρο 4 παρ.3 Ν.25/1975 με προσθ.παρ.3 από άρθρο 3 του Ν. 429/1976 και άρθρο 167 παρ.2 Ν.3463/06)
04. Απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου για τον καθορισμό των μηνών λειτουργίας εποχιακών επιχειρήσεων