[post_tabs][post_tab title="Μετά το Ν. 4701/2020"]

Συμβάσεις Συνομολόγησης Δανείων

 

Καταργείται η επιβολή εισφοράς του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α΄ 178) σε όλα τα δάνεια, τις πάσης φύσης χορηγήσεις και τα υπόλοιπα δανείων ή πιστώσεων από πιστωτικά ιδρύματα προς Δήμους, Περιφέρειες και Ν.Π.Δ.Δ. αυτών, εφόσον τα τελευταία δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα. (άρθρο 26 Ν. 4701/20).

 

 

Σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 63 του Ν. 4701/20 η ισχύς του άρθρου 26 αρχίζει την πρώτη ηµέρα του µήνα που έπεται της δηµοσίευσης του νόµου στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. (ήτοι από 01.07.2020)

 

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση:

Με το άρθρο 26 επιλύεται ένα χρόνιο ζήτημα που έχει απασχολήσει τη Δημόσια Διοίκηση και τους ΟΤΑ σχετικά με την επιβολή εισφοράς στα δάνεια που συνάπτουν Δήμοι, Περιφέρειες και νομικά πρόσωπα Δημοσίου δικαίου αυτών (τα οποία δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα).

Σύμφωνα με το άρθρο 177 του ν. 3463/2006 (Α’ 114), οι συμβάσεις για τη συνομολόγηση δανείων προς Δήμους και Κοινότητες δεν επιβαρύνονται με τέλη και δικαιώματα υπέρ τρίτων. Αντίστοιχη διάταξη ήταν αυτή του άρθρου 96 στο π.δ. 30/1996 (Α΄21) για τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις.

Ωστόσο, τα πιστωτικά ιδρύματα επέβαλαν την εισφορά, ενώ το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους είχε κρίνει με την με αρ. 239/1999 γνωμοδότησή του, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, ότι τα δάνεια των δήμων επιβαρύνονται με την εισφορά του ν. 128/1975 καθώς η επέκταση των προνομίων του Δημοσίου στους Δήμους (άρθρο 304 π.δ. 410/1995) δεν περιλαμβάνει και τα οικονομικά προνόμια.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο με την υπ’ αρ. 2732/2010 απόφαση του VI Τμήματος του έκρινε ότι οι Δήμοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς του ν. 128/1975, θεωρώντας τη σχετική δαπάνη μη νόμιμη. Η θέση αυτή τηρείται μέχρι σήμερα και ο σχετικός όρος επιβολής της ανωτέρω εισφοράς, ακυρώνεται.

Το ΝΣΚ έχει εκδώσει δύο γνωμοδοτήσεις υπέρ της απαλλαγής, εντούτοις η πρώτη (υπ’ αρ. 113/2007) ουδέποτε έγινε δεκτή ή μη αποδεκτή από τον Υπουργό Οικονομικών, η δε δεύτερη (υπ’ αρ. 229/2011) δεν έγινε αποδεκτή.

Στην πράξη τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα λόγω της νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν καταβάλουν την εισφορά, ενώ πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού με τα οποία έχουν συναφθεί δανειακές συμβάσεις συνεχίζουν να επιβάλλουν στους αντισυμβαλλομένους Δήμους την εισφορά αυτή (την οποία αποδίδουν στο Δημόσιο).

Είναι σημαντικό για λόγους ασφάλειας δικαίου να αποσαφηνισθεί νομοθετικά η σχετική υποχρέωση. Κρίνεται δε πρόσφορη η απαλλαγή των Δήμων, των Περιφερειών και των νπδδ αυτών, που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Με τον τρόπο αυτό επιλύεται η αντίφαση μεταξύ της αρχικής γνωμοδότησης του ΝΣΚ 293/1999 και των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση ανεξαρτήτως του αν το πιστωτικό ίδρυμα λειτουργεί στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, και η συνομολόγηση δανείων είναι λιγότερο κοστοβόρα.

Σημειώνεται ότι η εισφορά αυτή αφορά μόνο εξυπηρετούμενα δάνεια.

[/post_tab][post_tab title="Μετά το Ν.4674/2020"]

 

 

Συμβάσεις Συνομολόγησης Δανείων

 

Οι συμβάσεις για τη συνομολόγηση δανείων προς τους δήμους δεν επιβαρύνονται με τέλη και δικαιώματα υπέρ τρίτων, εξαιρουμένης της εισφοράς του ν. 128/1975 (Α΄ 218). (άρθρο 177 παρ.1 του Ν.3463/2006, όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 του άρθρου 9 του Ν.4674/2020)

 

 

[/post_tab][post_tab title="Πριν το Ν.4674/2020"]

 

 

Συμβάσεις Συνομολόγησης Δανείων

 

Για όλες τις δανειακές συμβάσεις με την παρ. 1 του άρθρου 177 ΔΚ.Κ και παρ.4 του άρθρου 96 Π.Δ. 30/96 θεσπίζεται απαλλαγή από κάθε προβλεπόμενη επιβάρυνση για τέλη και δικαιώματα υπέρ τρίτων. Η διάταξη είναι γενική και δεν θέτει καμία άλλη προϋπόθεση ή περιορισμό, είναι δε ενταγμένη σε ένα πλαίσιο ευνοϊκών διατάξεων που περιορίζουν τα έξοδα για την σύναψη δανειακών συμβάσεων από τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα και την εμπράγματη εξασφάλιση αυτών. Σκοπός του νομοθέτη με τις ανωτέρω προβλέψεις είναι ν απαλλάξει τους Δήμους και τις Κοινότητες από πρόσθετα έξοδα κατά τη σύνταξη δανειστικών συμβολαίων κ.λπ., ώστε να διατίθενται αυτοτελή τα ποσά των συναπτομένων δανείων για την αντιμετώπιση των δαπανών εκτέλεσης των έργων ή προμηθειών για τα οποία συνομολογούνται καθώς και η επίτευξη ευνοϊκών όρων δανειοδότησης των Ο.Τ.Α. από τον ιδιωτικό τομέα (Βλ σχ. Μ. Καραναστάση, Ο νέος ΔΚΚ, ερμηνεία κατ άρθρο , εκδ 2006, σ.896).

Συνεπώς θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η θεσπιζόμενη απαλλαγή καταλαμβάνει όλες γενικά τις προβλεπόμενες από το νόμο, κατά την σύναψη της κάθε δανειακής σύμβασης, επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων, των όρων «τέλη» και «δικαιώματα» ερμηνευομένων κατά την ευρύτερη δυνατή έννοια, και ως τρίτου θεωρουμένου κάθε προσώπου πέραν των συμβαλλομένων Ο.Τ.Α. και του δανειοδότη.

Η άποψη υπέρ της ευρείας ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων ενισχύεται και από την διατύπωση της παρ 1 του άρθρου 276 Δ.Κ.Κ. συμφώνως προς την οποία οι Ο.Τ.Α. « απαλλάσσονται εν γένει από κάθε δημόσιο, άμεσο ή έμμεσο, δημοτικό, κοινοτικό ή λιμενικό φόρο, τέλος, δικαστικό ένσημο και εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου..», από την οποία σαφώς προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να απαλλάξει τους Ο.Τ.Α. και τα νομικά πρόσωπα αυτών από τις πάσης φύσεως επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων.

Τέτοια επιβάρυνση των δανειακών συμβάσεων αποτελεί η εισφορά του Ν.128/75 υπέρ του τηρούμενου στην Τράπεζα της Ελλάδος ειδικού λογαριασμού, που συστήθηκε με την 19-3-1962 σύμβαση μεταξύ των Τραπεζών και διατηρείται σ' αυτή προκειμένου, κατ αρχήν, από αυτόν να χρηματοδοτείται η επιστροφή των ποσών που προκύπτουν από τις τυχόν διαφορές τόκων, από τις πάσης φύσεως χορηγήσεις των Τραπεζών σε επιχειρήσεις, που έκαναν εξαγωγές βιομηχανικών, βιοτεχνικών και μεταλλευτικών προϊόντων συμφώνως προς το άρθρο 1 του Ν.128/1975. Η ανωτέρω εισφορά θεσπισθείσα αρχικά ως επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις και εν συνεχεία με τις τροποποιήσεις των σχετικών διατάξεων γενικό έσοδο του δημοσίου, έχει το χαρακτήρα δημοσιονομικής επιβάρυνσης των δανειακών συμβάσεων η οποία εμπίπτει έχουμε τη γνώμη στην έννοια της παρ.1 του άρθρου 177 Δ.Κ.Κ. και 96 του Π.Δ. 30/96.

Τέλος, από την διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η απαλλαγή αφορά κάθε επιβάρυνση της δανειακής συμβάσεως και συνεπώς καταλαμβάνει όχι μόνο αυτές που βαρύνουν τον δανειολήπτη Ο.Τ.Α. αλλά και τον εκάστοτε δανειοδότη, όπως εν προκειμένω η εισφορά του Ν 128/1975, η οποία βαρύνει κατ αρχήν την χορηγούσα Τράπεζα. Εξάλλου και υπό την αντίθετη εκδοχή στην πράξη παρατηρείται παγία μετακύλιση της εισφοράς προς τον δανειολήπτη, η οποία διαπιστώνεται και στο σκεπτικό της 430/2005 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία διατυπώνεται η άποψη ότι με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του νόμου η εισφορά φέρεται να βαρύνει την συναλλαγή χωρίς να προσδιορίζεται ο υπόχρεος να καταβάλει αυτή και κρίθηκε ότι η καταβολή της εισφοράς από τον δανειολήπτη δεν αντίκειται στο νόμο και δεν είναι καταχρηστική.

Κατόπιν των ανωτέρω οι συμβάσεις συνομολόγησης δανείων των Δήμων, Κοινοτήτων, Ν.Π.Δ.Δ., Συνδέσμων, αμιγών επιχειρήσεων αυτών και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, απαλλάσσονται και από την εισφορά του ν.128/1975, όπως κάθε φορά αυτή ισχύει. (ΓνΝΣΚ 113/2007)

 

- Οι Δήμοι απαλλάσσονται από την εισφορά του ν. 128/1975. (Ελ.Συν. Πράξη 74/2011 Κλιμάκιο Z) (Γν ΝΣΚ 229/2011

 

[/post_tab][/post_tabs]